Lexiscope: ραδιόφωνο

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ρα-δι-ό-φω-νο

Morphology

ραδιόφωνο n. neut. dim.

SingularPlural
Nominativeτοραδιόφωνοταραδιόφωνα
Genitiveτουραδιοφώνουτωνραδιοφώνων
Accusativeτοραδιόφωνοταραδιόφωνα
Vocative ραδιόφωνο ραδιόφωνα

Synonyms - Antonyms

ραδιόφωνο n.

  1. Sράδιο
  2. Sραδιοφωνία, ερτζιανά

ραδιοφωνάκι n.

Sτρανζίστορ2

Προθήματα - Επιθήματα

ραδιο- [raδio]

ραδιό- [raδió] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ραδι- [raδi] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το διεθνές radio- που ανάγεται στο λατινικό radius (= ακτίνα).

1. Πυρηνική ακτινοβολία

(επιστημ.) Το ραδιο- σχηματίζει επιστημονικές λέξεις που αναφέρονται στην ακτινοβολία που εκπέμπεται από τους πυρήνες των ατόμων κατά τη ραδιενεργό διάσπαση. Για παράδειγμα, η ραδιογενετική είναι ο τομέας της βιολογίας που μελετά την επίδραση της ραδιενεργού ακτινοβολίας στους κανόνες της γενετικής, δηλ. στην κληρονομικότητα.

ραδιενέργεια, ραδι(ο)άνθρακας, ραδιοβιολογία, ραδιογενετική, ραδιοθεραπεία, ραδιοϊσότοπο, ραδιοστοιχείο

2. Ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία

(φυς.) Το ραδιο- σχηματίζει επιστημονικές λέξεις που αναφέρονται στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Για παράδειγμα, η ραδιογραφία είναι η φωτογράφιση του εσωτερικού του σώματος με τη χρήση ακτίνων Χ.

ραδιοαστρονομία, ραδιογραφία, ραδιοσκόπηση, ραδιοτηλεσκόπιο

3. Ασύρματη επικοινωνία

Το ραδιο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην ασύρματη επικοινωνία με χρήση ραδιοκυμάτων. Για παράδειγμα, το ραδιοτηλεγράφημα είναι ένα τηλεγράφημα που αποστέλλεται μέσω ασύρματου τηλεγράφου· ο ραδιοπομπός είναι ένας πομπός για την ασύρματη εκπομπή σημάτων.

ραδιογωνιόμετρο, ραδιοδέκτης, ραδιοεπικοινωνία, ραδιοκύματα, ραδιοναυτιλία, ραδιοπομπός, ραδιοταξί, ραδιοτηλεγράφημα

4. Αναφορά στο ραδιόφωνο

Το ραδιο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο ραδιόφωνο, είτε ως τεχνολογία μετάδοσης πληροφοριών, είτε ως επαγγελματικό χώρο, είτε ως ηλεκτρική συσκευή. Για παράδειγμα, ο ραδιοθάλαμος είναι ένα ειδικό δωμάτιο στο οποίο πραγματοποιούνται ραδιοφωνικές εκπομπές· η ραδιοπειρατεία είναι η παραγωγή ραδιοφωνικών εκπομπών χωρίς ειδική άδεια.

ραδιογραμμόφωνο, ραδιοερασιτέχνης, ραδιοθάλαμος, ραδιοκασετόφωνο, ραδιοπειρατεία, ραδιοσκηνοθέτης (θηλ. -τρια), ραδιοσταθμός, ραδιοτηλεόραση

-φων-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φων- αναφέρονται στη χρήση της φωνής, είτε για την εκφορά προφορικού λόγου και γνώμης είτε (σπανιότερα) για την εκφορά μουσικού λόγου.Το συστατικό -φων- προέρχεται από το ουσιαστικό φωνή. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-φωνώ [fonó]

Για παράδειγμα, όταν μαγνητοφωνούμε κάποιον, καταγράφουμε τη φωνή του σε μαγνητική ταινία· όταν δύο άνθρωποι ομοφωνούν έχουν την ίδια γνώμη για κάτι.

αναφωνώ, αντιφωνώ, απομαγνητοφωνώ, βροντοφωνώ, διαφωνώ, εκφωνώ, μαγνητοφωνώ, ξεφωνώ, ομοφωνώ, παραφωνώ, προσφωνώ, συμφωνώ, τηλεφωνώ

Ουσιαστικά

-φώνημα [fónima]

Για παράδειγμα, όταν κάνουμε ένα τηλεφώνημα, τηλεφωνούμε σε κάποιον, τον καλούμε μέσω του τηλεφώνου.

αναφώνημα, εκφώνημα (γλωσσ.), επιφώνημα (γραμμ.), ξεφώνημα, τηλεφώνημα

-φώνηση [fónisi]

Για παράδειγμα, η εκφώνηση είναι η ενέργεια του εκφωνώ.

αντιφώνηση, απομαγνητοφώνηση, αποφώνηση, εκφώνηση, επιφώνηση (γραμμ.), μαγνητοφώνηση, προσφώνηση, συνεκφώνηση (γραμμ.)

-φωνία [fonía]

Για παράδειγμα, ορθοφωνία είναι η σωστή προφορά των λέξεων· διαφωνία είναι η διαφορά απόψεων για ένα θέμα.

αφωνία, διαφωνία, διφωνία, ευφωνία, κακοφωνία, καλλιφωνία, μονοφωνία, ομοφωνία, ορθοφωνία, παραφωνία, πολυφωνία, ραδιοφωνία, στερεοφωνία, συμφωνία, τετραφωνία, τηλεφωνία, τριφωνία

-φωνο [fono]

Για παράδειγμα, το τηλέφωνο είναι η συσκευή που επιτρέπει τη συνομιλία μεταξύ δύο ανθρώπων που βρίσκονται σε απόσταση· το ξυλόφωνο είναι μουσικό όργανο που αποτελείται από λεπτές και παράλληλες ξύλινες πλάκες που παράγουν ήχο όταν τις χτυπάμε.

γραμμόφωνο, ημίφωνο (γλωσσ.), θυροτηλέφωνο, κασετόφωνο, μαγνητόφωνο, μεγάφωνο, μικρόφωνο, ξυλόφωνο, προσύμφωνο, ραδιοκασετόφωνο, ραδιόφωνο, σαξόφωνο, σύμφωνο (γλωσσ.), τηλέφωνο, φερέφωνο

✔ Οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις προέρχονται από ξένες λέξεις με βʹ συστατικό -phone το οποίο προέρχεται από το ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής φωνή (π.χ. τηλέφωνο - αγγλ. telephone ή γαλλ. téléphone, μικρόφωνο - microphone, ραδιόφωνο - radiophone).

-φωνος [fonos] (αρσ. και θηλ.)

(μους.) Το -φωνος σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο ύψος του τόνου στο οποίο μπορεί να τραγουδάει ένας τραγουδιστής της όπερας.

βαθύφωνος, μεσόφωνος, οξύφωνος, υψίφωνος

Επίθετα

-φωνος [fonos], -φωνη, -φωνο

Για παράδειγμα, ο παράφωνος δεν τραγουδάει σωστά, η φωνή του δεν έχει μουσική αρμονία· όταν μένουμε άφωνοι χάνουμε τη φωνή μας, δεν μπορούμε να μιλήσουμε (συνήθως από έκπληξη).

άφωνος, βαθύφωνος, κακόφωνος, καλλίφωνος, μεγαλόφωνος, ομόφωνος, οξύφωνος, παράφωνος, πολύφωνος, σιγανόφωνος, χαμηλόφωνος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το -φωνος σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη χρήση μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Για παράδειγμα, οι ελληνόφωνοι μιλούν ελληνικά.

αγγλόφωνος, αραβόφωνος, βλαχόφωνος, γαλλόφωνος, γερμανόφωνος, ελληνόφωνος, σλαβόφωνος, τουρκόφωνος

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.