Lexiscope: πουδράρω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

που-δρά-ρω

Morphology

πουδράρω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπουδράρωπουδράρουμε & πουδράρομε dial.
2ndπουδράρειςπουδράρετε
3rdπουδράρειπουδράρουν & πουδράρουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndπουδράριζεπουδράρετε
Present-Participleπουδράροντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπουδράρισα & πούδραραπουδράραμε
2ndπουδράρισες & πούδραρεςπουδράρατε
3rdπουδράρισε & πούδραρεπουδράρισαν & πούδραραν & πουδράραν oral. & πουδράρανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπουδράρωπουδράρουμε & πουδράρομε dial.
2ndπουδράρειςπουδράρετε
3rdπουδράρειπουδράρουν & πουδράρουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπουδράρισεπουδράρετε
Simple past-Infinitiveπουδράρει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπουδράριζα & πούδραραπουδράραμε
2ndπουδράριζες & πούδραρεςπουδράρατε
3rdπουδράριζε & πούδραρεπουδράριζαν & πουδράρονταν & πούδραραν & πουδράραν oral. & πουδράρανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stπουδράρομαιπουδραριζόμαστε
2ndπουδράρεσαιπουδράρεστε & πουδραριζόσαστε oral.
3rdπουδράρεταιπουδράρονται
Present-Imperative
Plural
2ndπουδράρεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stπουδραρίστηκαπουδραριστήκαμε
2ndπουδραρίστηκεςπουδραριστήκατε
3rdπουδραρίστηκεπουδραρίστηκαν & πουδραριστήκαν oral. & πουδραριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stπουδραριστώπουδραριστούμε
2ndπουδραριστείςπουδραριστείτε
3rdπουδραριστείπουδραριστούν & πουδραριστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndπουδραρίσουπουδραριστείτε
Simple past-Infinitiveπουδραριστεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stπουδραριζόμουν & πουδραριζόμουνα oral. πουδραριζόμασταν & πουδραριζόμαστε
2ndπουδραριζόσουν & πουδραριζόσουνα oral. πουδραριζόσασταν & πουδραριζόσαστε oral.
3rdπουδραριζόταν & πουδραριζότανε oral. πουδραρίζονταν & πουδραριζόντανε oral. & πουδραριζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleπουδραρισμένος

Προθήματα - Επιθήματα

-άρω, -άρισμα

Ρήματα

-άρω [áro]

Το -άρω χρησιμοποιείται συχνά για το σχηματισμό ρημάτων που παράγονται από λέξεις ξένης προέλευσης. Για παράδειγμα, όταν αμπαλάρω κάτι το συσκευάζω, το βάζω μέσα σε αμπαλάζ. Τα ρήματα αυτά είναι συνήθως μεταβατικά και δηλώνουν ενέργεια.

αγκαζάρω (< αγκαζέ), αμπαλάρω (< αμπαλάζ), γιουχάρω (< γιούχα), καμουφλάρω (< καμουφλάζ), κεντράρω, κοπιάρω (< κόπια), κρασάρω, κριτικάρω (< κριτική), λανσάρω, μακιγιάρω (< μακιγιάζ), μαρσάρω, παρκάρω, παρλάρω (< πάρλα), πουδράρω (< πούδρα), σκανάρω (< σκάνερ), τεστάρω (< τεστ), φρακάρω, φρικάρω (< φρίκη)

✔ Κάποια ρήματα σε -άρω σχηματίζονται εναλλακτικά και με το λαϊκότερο επίθημα -έρνω (π.χ. βολτάρωβολτέρνω, κουμαντάρωκουμαντέρνω), ενώ κάποια άλλα έχουν και δεύτερο τύπο σε -αρίζω (π.χ. φοδράρωφοδραρίζω, πουδράρωπουδραρίζω).

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ: Προέρχεται από την κατάληξη του ιταλικού απαρεμφάτου -are.

Ουσιαστικά

-άρισμα [árizma]

Τα ουσιαστικά αυτά δηλώνουν ρηματική ενέργεια. Για παράδειγμα, το πακετάρισμα είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πακετάρω.

αμπαλάρισμα, γιουχάρισμα, κεντράρισμα, μακιγιάρισμα, μαρσάρισμα, μπλοκάρισμα, ντοπάρισμα, πακετάρισμα, παρκάρισμα, πατρονάρισμα, ποντάρισμα, σκανάρισμα, σουτάρισμα, στοκάρισμα, τρατάρισμα, τσεκάρισμα, φιλτράρισμα, φορμάρισμα, φρενάρισμα, φρεσκάρισμα

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με τα ουσιαστικά που προέρχονται από ρήματα σε -ίζω, όπως γκάρισμα (< γκαρίζω), καθάρισμα (< καθαρίζω), σφουγγάρισμα (< σφουγγαρίζω), τσιγάρισμα (< τσιγαρίζω), φτυάρισμα (< φτυαρίζω), χάρισμα (< χαρίζω) κτλ.


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.