Lexiscope: πολυμαθής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πο-λυ-μα-θής

Morphology

πολυμαθής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπολυμαθήςοιπολυμαθείς
Genitiveτουπολυμαθούςτωνπολυμαθών
Accusativeτονπολυμαθήτουςπολυμαθείς
Vocative πολυμαθή & πολυμαθής πολυμαθείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπολυμαθήςοιπολυμαθείς
Genitiveτηςπολυμαθούςτωνπολυμαθών
Accusativeτηνπολυμαθήτιςπολυμαθείς
Vocative πολυμαθή & πολυμαθής πολυμαθείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπολυμαθέςταπολυμαθή
Genitiveτουπολυμαθούςτωνπολυμαθών
Accusativeτοπολυμαθέςταπολυμαθή
Vocative πολυμαθές πολυμαθή

πολυμαθέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπολυμαθέστεροςοιπολυμαθέστεροι
Genitiveτουπολυμαθέστερουτωνπολυμαθέστερων
Accusativeτονπολυμαθέστεροτουςπολυμαθέστερους
Vocative πολυμαθέστερε πολυμαθέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπολυμαθέστερηοιπολυμαθέστερες
Genitiveτηςπολυμαθέστερηςτωνπολυμαθέστερων
Accusativeτηνπολυμαθέστερητιςπολυμαθέστερες
Vocative πολυμαθέστερη πολυμαθέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπολυμαθέστεροταπολυμαθέστερα
Genitiveτουπολυμαθέστερουτωνπολυμαθέστερων
Accusativeτοπολυμαθέστεροταπολυμαθέστερα
Vocative πολυμαθέστερο πολυμαθέστερα

πολυμαθέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπολυμαθέστατοςοιπολυμαθέστατοι
Genitiveτουπολυμαθέστατουτωνπολυμαθέστατων
Accusativeτονπολυμαθέστατοτουςπολυμαθέστατους
Vocative πολυμαθέστατε πολυμαθέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπολυμαθέστατηοιπολυμαθέστατες
Genitiveτηςπολυμαθέστατηςτωνπολυμαθέστατων
Accusativeτηνπολυμαθέστατητιςπολυμαθέστατες
Vocative πολυμαθέστατη πολυμαθέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπολυμαθέστατοταπολυμαθέστατα
Genitiveτουπολυμαθέστατουτωνπολυμαθέστατων
Accusativeτοπολυμαθέστατοταπολυμαθέστατα
Vocative πολυμαθέστατο πολυμαθέστατα

Synonyms - Antonyms

πολυμαθής adj.

Sευρυμαθής

Προθήματα - Επιθήματα

πολυ- [poli]

πολύ- [polí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το επίθετο πολύς.

1. Μεγάλη ποσότητα

Το πολυ- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι περιέχει πολλά ίδια στοιχεία ή αποτελείται από πολλά όμοια μέρη. Για παράδειγμα, μια πολυσύλλαβη λέξη έχει πολλές συλλαβές.

πολυάνθρωπος, -η, -ο, πολυδιάστατος, -η, -ο, πολυλεκτικός, -ή, -ό, πολύμορφος, -η, -ο, πολυσύλλαβος, -η, -ο, πολύχορδος, -η, -ο, πολυψήφιος, -α, -ο, πολυώροφος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το μονο-* (π.χ. πολυλεκτικόςμονολεκτικός).

2. Μεγάλος βαθμός

Το πολυ- σχηματίζει συνήθως επίθετα που δηλώνουν ότι μία κατάσταση ή μία ιδιότητα υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, πολύπειρος είναι αυτός που έχει μεγάλη πείρα, ενώ πολυλογάς είναι αυτός που μιλάει πολύ.

πολυαγαπημένος, -η, -ο, πολύβουος, -η, -ο, πολυεύσπλαχνος, -η, -ο, πολυκαιρισμένος, -η, -ο (= παλιός, φθαρμένος), πολυλογάς, -ού, -άδικο, πολυμαθής, -ής, -ές, πολύπειρος, -η, -ο, πολυταξιδεμένος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Το πολυ- χρησιμοποιείται σε λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι κάποια λειτουργία ή κάποιο φαινόμενο του οργανισμού συμβαίνει σε βαθμό υψηλότερο από το κανονικό και σύνηθες.

πολυαδενία, πολυαιμία, πολυαισθησία, πολυδιψία, πολυθηλία

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το ολιγο-* (π.χ. πολυαιμίαολιγαιμία, πολυδιψίαολιγοδιψία).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μεγάλο μέγεθος βλ. μεγα-*, μεγαλο-*.

3. Πολλές φορές

Το πολυ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση συμβαίνει πολλές φορές ή κατ' επανάληψη. Για παράδειγμα, ένα θεατρικό έργο είναι πολυπαιγμένο όταν έχει παιχτεί πολλές φορές.

πολυβραβευμένος, -η, -ο, πολυπαιγμένος, -η, -ο, πολυσυζητημένος, -η, -ο, πολυφορεμένος, -η, -ο

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. χιλιο-* (π.χ. χιλιοπαιγμένος).

4. Πολλές ιδιότητες

Το πολυ- σχηματίζει νέες λέξεις που δηλώνουν ότι ένα πράγμα συγκεντρώνει όλα τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες παρόμοιων με αυτό πραγμάτων ή ότι αποτελείται από πολλά πράγματα με παρόμοιες ιδιότητες. Για παράδειγμα, το πολυμηχάνημα είναι μια ενιαία ηλεκτρονική συσκευή που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εκτυπωτής, ως σαρωτής (σκάνερ) και ως φαξ· το πολυθέαμα είναι ένα σύνθετο θέαμα που συνδυάζει ταυτόχρονα τραγούδι, θέατρο, παντομίμα.

πολυαυτοκίνητο, πολυβιταμίνες, πολυθέαμα, πολυκατάστημα, πολυκλινική, πολυμηχάνημα, πολυμίξερ

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Οι λέξεις που σχηματίζονται με το πολυ- σε αυτή τη σημασία συχνά αποχωρίζονται με ενωτικό για να τονιστεί η ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη λέξη αυτό το αʹ συστατικό (π.χ. πολυ-μηχάνημα).

5. Λίγο ή σπάνια

Ορισμένα ρήματα σχηματίζονται με το πολυ- και συνδυάζονται υποχρεωτικά με ένα στοιχείο που δηλώνει άρνηση (π.χ. δεν, μην) για να δείξουν ότι αυτό που δηλώνουν συμβαίνει σε μικρό βαθμό ή σπάνια. Για παράδειγμα, κάποιος δεν πολυτρώει όταν τρώει λίγο.

(δεν) πολυκάθομαι, (δεν) πολυμιλάω, (δεν) πολυπεινάω, (δεν) πολυσκέφτομαι, (δεν) πολυτρώω, (δεν) πολυφωνάζω

-μαθ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -μαθ- αναφέρονται στη μάθηση, δηλ. στη διαδικασία και στον τρόπο απόκτησης της γνώσης.Το συστατικό -μαθ- προέρχεται από το ρήμα μανθάνω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-μάθεια [máθia]

Για παράδειγμα, η γαλλομάθεια είναι η καλή γνώση της γαλλικής γλώσσας· η φιλομάθεια είναι η αγάπη για μάθηση.

αγγλομάθεια, αμάθεια, αρχαιομάθεια, γαλλομάθεια, ελληνομάθεια, ευρυμάθεια, ημιμάθεια, νομομάθεια, πολυμάθεια, ταχυμάθεια, φιλομάθεια, χρηστομάθεια

Επίθετα

-μαθής [maθís], -μαθής, -μαθές

Για παράδειγμα, ένας γλωσσομαθής γνωρίζει αρκετές ξένες γλώσσες.

αγγλομαθής, αμαθής, αρχαιομαθής, γαλλομαθής, γλωσσομαθής, ελληνομαθής, ευρυμαθής, ημιμαθής, νομομαθής, οψιμαθής, πολυμαθής, ταχυμαθής, φιλομαθής

-μάθητος [máθitos], -μάθητη, -μάθητο

Για παράδειγμα, κάτι δυσκολομάθητο είναι δύσκολο να το μάθει κανείς.

αμάθητος, δυσκολομάθητος, ευκολομάθητος, πρωτομάθητος

-μαθος [maθos], -μαθη, -μαθο

Για παράδειγμα, κάποιος είναι πολύμαθος όταν γνωρίζει πολλά πράγματα.

άμαθος, πολύμαθος, φιλόμαθος

✔ Υπάρχουν παράλληλοι τύποι σε -μαθής και σε -μαθος με παρόμοια σημασία (π.χ. φιλομαθής - φιλόμαθος, πολυμαθής - πολύμαθος).


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.