Lexiscope: πλοιοκτήτης

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πλοι-ο-κτή-της

Morphology

πλοιοκτήτης n. masc.

SingularPlural
Nominativeοπλοιοκτήτηςοιπλοιοκτήτες
Genitiveτουπλοιοκτήτητωνπλοιοκτητών
Accusativeτονπλοιοκτήτητουςπλοιοκτήτες
Vocative πλοιοκτήτη πλοιοκτήτες

πλοιοκτήτρια n. fem.

SingularPlural
Nominativeηπλοιοκτήτριαοιπλοιοκτήτριες
Genitiveτηςπλοιοκτήτριαςτωνπλοιοκτητριών
Accusativeτηνπλοιοκτήτριατιςπλοιοκτήτριες
Vocative πλοιοκτήτρια πλοιοκτήτριες

Προθήματα - Επιθήματα

-κτη-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -κτη- αναφέρονται στην κατοχή υλικών αγαθών.Το συστατικό -κτη- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κτώμαι (= αποκτώ). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-κτήμονας [ktímonas]

Για παράδειγμα, ο αμπελοκτήμονας είναι ιδιοκτήτης εκτάσεων με αμπέλια.

ακτήμονας, αμπελοκτήμονας, γαιοκτήμονας, ελαιοκτήμονας, μεγαλογαιοκτήμονας, μικρογαιοκτήμονας, σταφιδοκτήμονας

-κτησία [ktisía]

Για παράδειγμα, η πλοιοκτησία είναι η ιδιοκτησία πλοίου, ενώ χρησικτησία είναι η κατοχή κάποιου πράγματος από ένα πρόσωπο που το χρησιμοποιεί (συνήθως για μεγάλο χρονικό διάστημα).

γαιοκτησία, δουλοκτησία, ιδιοκτησία, πλοιοκτησία, συνιδιοκτησία, χρησικτησία

-κτήτης [ktítis] (θηλ. -κτήτρια)

Για παράδειγμα, ο πλοιοκτήτης είναι αυτός που έχει στην κατοχή του πλοία.

ιδιοκτήτης, μικροϊδιοκτήτης, πλοιοκτήτης, συνιδιοκτήτης

Επίθετα

-κτητος [ktitos], -κτητη, -κτητο (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, ένα χαρακτηριστικό είναι επίκτητο όταν δεν το είχαμε από τη γέννησή μας αλλά το αποκτήσαμε αργότερα.

επίκτητος, ιδιόκτητος

6 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.