Lexiscope: πλαστογράφηση

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πλα-στο-γρά-φη-ση

Morphology

πλαστογράφηση n. fem.

SingularPlural
Nominativeηπλαστογράφησηοιπλαστογραφήσεις
Genitiveτηςπλαστογράφησης & πλαστογραφήσεως learn. τωνπλαστογραφήσεων
Accusativeτηνπλαστογράφησητιςπλαστογραφήσεις
Vocative πλαστογράφηση πλαστογραφήσεις

Synonyms - Antonyms

πλαστογράφηση & πλαστογραφία n.

  1. Sαπομίμηση γραφής, παραχάραξη1
  2. Sδιαστρέβλωση, παραποίηση, αλλοίωση2

Προθήματα - Επιθήματα

-γραφ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γραφ- αναφέρονται στην έντυπη παρουσίαση κάποιου θέματος.Το συστατικό -γραφ- προέρχεται από το ρήμα γράφω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-γραφίζω [γrafízo]

Για παράδειγμα, φωτογραφίζω ένα τοπίο σημαίνει ότι το παίρνω φωτογραφία.

αεροφωτογραφίζω, ζωγραφίζω, φωτογραφίζω

-γραφώ [γrafó]

Για παράδειγμα, αλληλογραφώ με κάποιον σημαίνει ότι ανταλλάσσω μαζί του γράμματα, χαρτογραφώ σημαίνει ότι σχεδιάζω χάρτες, ενώ όταν αρθρογραφώ σε μια εφημερίδα γράφω άρθρα που δημοσιεύονται σε αυτήν.

αγιογραφώ, αλληλογραφώ, αποκρυπτογραφώ, αρθρογραφώ, δακτυλογραφώ, εικονογραφώ, επιστολογραφώ, ηχογραφώ, καταλογογραφώ, κινηματογραφώ, κρυπτογραφώ, λεξικογραφώ, λημματογραφώ, λιβελογραφώ, οπισθογραφώ, πλαστογραφώ, σκηνογραφώ, σκιαγραφώ, στενογραφώ, τηλεγραφώ, χαρτογραφώ

✔ Διαφορετική περίπτωση συνιστούν τα σύνθετα με το -γράφω (όπως αντιγράφω, διαγράφω, καθαρογράφω, προχειρογράφω, υπογράφω), τα οποία δηλώνουν κυρίως τον τρόπο με τον οποίο γράφουμε κάτι. Για παράδειγμα, προχειρογράφουμε κάτι όταν το γράφουμε πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή.

Ουσιαστικά

-γράφημα [γráfima]

Για παράδειγμα, πεζογράφημα είναι οποιοδήποτε πεζό λογοτεχνικό κείμενο, ενώ το τηλεγράφημα ήταν παλιότερα ένα σύντομο κείμενο που μεταδιδόταν μέσω του ραδιοτηλέγραφου ή του τηλεφώνου.

εικονογράφημα, ευθυμογράφημα, πεζογράφημα, πορνογράφημα, τηλεγράφημα, χρονογράφημα, ψυχογράφημα

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, οι λέξεις σε -γράφημα δηλώνουν τη γραφική απεικόνιση μιας λειτουργίας του οργανισμού η οποία γίνεται με ειδικά όργανα για διαγνωστικούς λόγους.

εγκεφαλογράφημα, καρδιογράφημα, παλμογράφημα, σπινθηρογράφημα, στεφανιογράφημα, υπερηχογράφημα

-γράφηση [γráfisi]

Για παράδειγμα, η εικονογράφηση ενός βιβλίου είναι η διακόσμησή του με εικόνες.

αγιογράφηση, αποκρυπτογράφηση, δακτυλογράφηση, εικονογράφηση, ηχογράφηση, καταλογογράφηση, κινηματογράφηση, κρυπτογράφηση, λημματογράφηση, οπισθογράφηση, πλαστογράφηση, σκιαγράφηση, χαρτογράφηση

✔ Τα ουσιαστικά σε -γράφηση προέρχονται από ρήματα σε -γραφώ (π.χ. χαρτογραφώ - χαρτογράφηση).

-γραφία [γrafía]

Για παράδειγμα, η ελαιογραφία είναι τεχνική ζωγραφικής με λάδι, ενώ η ακτινογραφία είναι η φωτογράφιση των εσωτερικών οργάνων του σώματος με ειδικές ακτίνες.

αγγειογραφία, αγιογραφία, ακτινογραφία, αλληλογραφία, αρθρογραφία, βιβλιογραφία, βιογραφία, γελοιογραφία, γεωγραφία, δημοσιογραφία, δικογραφία, δισκογραφία, ειδησεογραφία, ελαιογραφία, εργογραφία, ηθογραφία, θαλασσογραφία, ιστοριογραφία, ιχνογραφία, καλλιγραφία, κρυπτογραφία, λαογραφία, λεξικογραφία, μαστογραφία, μικρογραφία, μονογραφία, μυθιστοριογραφία, νωπογραφία, ολογραφία, ορθογραφία, πεζογραφία, πλαστογραφία, πορνογραφία, προσωπογραφία, σκηνογραφία, στενογραφία, τοιχογραφία, τομογραφία, τοπιογραφία, τοπογραφία, τυπογραφία, φιλμογραφία, φωτογραφία, χορογραφία, ωκεανογραφία

-γράφιση [γráfisi] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, μια φωτογράφιση μόδας γίνεται για διαφήμιση ή για περιοδικό.

αεροφωτογράφιση, φωτογράφιση

✔ Τα ουσιαστικά σε -γράφιση προέρχονται από ρήματα σε -γραφίζω (π.χ. φωτογραφίζω - φωτογράφιση).

-γράφος [γráfos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, ο σκιτσογράφος φτιάχνει σκίτσα, ενώ ο φωτογράφος ασχολείται με τη φωτογραφία.

αγιογράφος, αθλητικογράφος, αρθρογράφος, γεωγράφος, δακτυλογράφος, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, ζωγράφος, ιστοριογράφος, καλλιγράφος, κειμενογράφος, λεξικογράφος, λιθογράφος, μυθιστοριογράφος, πεζογράφος, σκηνογράφος, σκιτσογράφος, στενογράφος, τυπογράφος, φωτογράφος, χρονογράφος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ., τεχν.) Υπάρχουν ουσιαστικά σε -γράφος που δηλώνουν εξειδικευμένα όργανα για τη γραπτή αποτύπωση της μέτρησης μιας λειτουργίας ή ενός φαινομένου (π.χ. παλμογράφος), σπανιότερα δε όργανα γραφής ή σχεδίου (π.χ. στιλογράφος, ραπιδογράφος).

ανεμογράφος, βαρογράφος, γραμμογράφος, καμπυλογράφος, καρδιογράφος, μαστογράφος, παλμογράφος, ραπιδογράφος, σεισμογράφος, στιλογράφος (= στιλό), σφυγμογράφος, ταχογράφος, φωνογράφος (και συχνότερα φωνόγραφος)

Επίθετα

-γραφικός [γrafikós], -γραφική, -γραφικό

Για παράδειγμα, το φωτογραφικό χαρτί χρησιμοποιείται για την εκτύπωση φωτογραφιών.

αγιογραφικός, ακτινογραφικός, βιβλιογραφικός, βιογραφικός, γελοιογραφικός, γεωγραφικός, δημογραφικός, δημοσιογραφικός, δισκογραφικός, ειδησεογραφικός, ζωγραφικός, ηθογραφικός, ιστοριογραφικός, καλλιγραφικός, κινηματογραφικός, κρυπτογραφικός, λαογραφικός, λεξικογραφικός, μυθιστοριογραφικός, ορθογραφικός, περιγραφικός, πορνογραφικός, σκηνογραφικός, στενογραφικός, τηλεγραφικός, τοπογραφικός, τυπογραφικός, φωτογραφικός, χαρτογραφικός, χορογραφικός, ωκεανογραφικός

-γραφος [γrafos], -γραφη, -γραφο

Για παράδειγμα, μία ενυπόγραφη δήλωση έχει την υπογραφή αυτού που την κάνει, ενώ ένα χειρόγραφο κείμενο έχει γραφτεί με το χέρι (και όχι σε υπολογιστή).

άγραφος, ανυπόγραφος, αυτόγραφος, δακτυλόγραφος, έγγραφος, ενυπόγραφος, ιδιόγραφος, ομόγραφος, υστερόγραφος, χειρόγραφος

✔ Κάποια από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. αυτόγραφο, έγγραφο, υστερόγραφο, χειρόγραφο).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.