Lexiscope: περιστατικό

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πε-ρι-στα-τι-κό

Morphology

περιστατικό n. neut.

SingularPlural
Nominativeτοπεριστατικόταπεριστατικά
Genitiveτουπεριστατικούτωνπεριστατικών
Accusativeτοπεριστατικόταπεριστατικά
Vocative περιστατικό περιστατικά

περιστατικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπεριστατικόςοιπεριστατικοί
Genitiveτουπεριστατικούτωνπεριστατικών
Accusativeτονπεριστατικότουςπεριστατικούς
Vocative περιστατικέ περιστατικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπεριστατικήοιπεριστατικές
Genitiveτηςπεριστατικήςτωνπεριστατικών
Accusativeτηνπεριστατικήτιςπεριστατικές
Vocative περιστατική περιστατικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπεριστατικόταπεριστατικά
Genitiveτουπεριστατικούτωνπεριστατικών
Accusativeτοπεριστατικόταπεριστατικά
Vocative περιστατικό περιστατικά

Synonyms - Antonyms

περιστατικό n.

Sγεγονός1, συμβάν

Προθήματα - Επιθήματα

περι- [peri]

περί- [perí] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την πρόθεση περί.

1. Γύρω από κάτι

Το περι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν μία κυκλική κίνηση γύρω από κάτι ή κάτι που υπάρχει γύρω γύρω. Για παράδειγμα, όταν περιστρέφουμε κάτι το κινούμε κυκλικά γύρω από έναν άξονα, ενώ το περιλαίμιο είναι ένα λουρί που τοποθετείται γύρω από το λαιμό ζώου.

περιβάλλον

περιβάλλω

περίγυρος

περιβρέχω

περιλαίμιο

περιζώνω

περίοικος (= γείτονας)

περιστοιχίζω

περίπλους

περιστρέφω

περιστροφή

περιτριγυρίζω

περιφορά

περιφέρω

περίφραξη

περιφράζω

περιφρούρηση

περιφρουρώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ορισμένες λέξεις με το περι- δηλώνουν κίνηση άλλοτε με στάσεις σε διάφορα μέρη (π.χ. περιοδεία), ενώ άλλοτε χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση ή στόχο (π.χ. περιπλάνηση).

περιοδεία

περιδιαβαίνω

περιπλάνηση

περιοδεύω

περιπλανιέμαι

περιφέρομαι

(ιατρ.) Στο λεξιλόγιο της ιατρικής, το περι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το εξωτερικό τμήμα ενός οργάνου (π.χ. περικάρδιο) ή την ασθένεια που του προκαλεί βλάβη (π.χ. περικαρδίτιδα).

περιαδενίτιδα, περικάρδιο, περικαρδίτιδα, περιοδοντία, περιοδοντίτιδα, περιόστεο, περισπέρμιο, περιτόναιο, περιτονίτιδα

Ορισμένες λέξεις με το περι- δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει στο εσωτερικό ενός πράγματος. Για παράδειγμα, το περιεχόμενο ενός κουτιού είναι ό,τι υπάρχει μέσα σε αυτό.

περιεχόμενο

περιέχω

περιλαμβάνω

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το περι- σχηματίζει λέξεις (κυρίως επίθετα) που δηλώνουν ότι μια ιδιότητα ή μια κατάσταση βρίσκεται σε πολύ έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, είμαστε περίλυποι όταν είμαστε πολύ λυπημένοι.

περιβόητος, -η, -ο, περιδεής, -ής, -ές (= πολύ φοβισμένος), περίζηλος, -η, -ο (= πολύ ζηλευτός), περιζήτητος, -η, -ο, περίκομψος, -η, -ο, περιλάλητος, -η, -ο, περίλαμπρος, -η, -ο, περίλυπος, -η, -ο, περιπόθητος, -η, -ο, περισπούδαστος, -η, -ο, περίτρομος, -η, -ο, περίφοβος, -η, -ο

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, κατα-*, ολο-*, παν-*, παρα-*, πεντα-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.

▶ Το περι- μπορεί να έχει πολλές ακόμη σημασίες. Έτσι, ορισμένες λέξεις με το περι- έχουν αρνητική σημασία (π.χ. περιπίπτω [σε δυσμένεια]), άλλες εκφράζουν αδιαφορία ή υποτιμητική διάθεση απέναντι σε κάτι (π.χ. περιφρονώ), ενώ άλλες δηλώνουν κάτι θετικό, όπως φροντίδα (π.χ. περιποιούμαι).

-στα-

Το συστατικό -στα- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό στάσις, παράγωγο του αρχαίου ρήματος ίσταμαι (= στέκομαι, βρίσκομαι). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-στατώ [stató]

Για παράδειγμα, αυτός που πρωτοστατεί σε μια ομαδική κίνηση είναι αυτός που την ξεκινάει πρώτος και ξεσηκώνει και τους άλλους.

αποστατώ, επαναστατώ, επιστατώ, πρωτοστατώ, χοροστατώ

Ουσιαστικά

-στάσι [stási]

Το -στάσι σχηματίζει λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου που δηλώνουν κάποιο ειδικό χώρο ή κατασκευή. Για παράδειγμα, το εικονοστάσι είναι ειδική κατασκευή για την τοποθέτηση λατρευτικών εικόνων.

βουστάσι, εικονοστάσι, καραβοστάσι, λιοστάσι, χοιροστάσι

-στασία [stasía]

Για παράδειγμα, η ορθοστασία είναι κουραστική, γιατί στεκόμαστε όρθιοι.

ακαταστασία, αποστασία, αστασία (ιατρ.), δασοπροστασία, ιδιοσυστασία (ιατρ.), ορθοστασία, προστασία, πυροπροστασία, χοροστασία (εκκλ.)

-στάσιο [stásio]

Το -στάσιο είναι λόγιας προέλευσης και σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν χώρο ή ειδική κατασκευή όπου είναι τοποθετημένο, εγκατεστημένο ή προστατευμένο ένα πράγμα. Για παράδειγμα, το κωδωνοστάσιο είναι ο χώρος του ναού όπου κρέμεται η καμπάνα (κώδωνας)· το χοιροστάσιο είναι ο χώρος όπου εκτρέφονται τα γουρούνια (χοίροι).

αγελαδοστάσιο, αμαξοστάσιο, βουστάσιο, ελαιοστάσιο, εργοστάσιο, κλιμακοστάσιο, κωδωνοστάσιο, λεβητοστάσιο, οπλοστάσιο, ποιμνιοστάσιο, χοιροστάσιο

✔ Το -στάσιο συνδυάζεται με ουσιαστικά λόγιας προέλευσης (π.χ. ελαιοστάσιο). Σε περιπτώσεις που υπάρχει και αντίστοιχος μη λόγιος τύπος, αυτός συνδυάζεται με το -στάσι (π.χ. λιοστάσι).

✔ Υπάρχουν ουσιαστικά σε -στάσιο και με άλλες σημασίες. Για παράδειγμα, το ενοικιοστάσιο είναι νομικό μέτρο που ορίζει την παράταση ενοικίασης ενός ακινήτου χωρίς αύξηση ενοικίου· για το βόρειο ημισφαίριο της γης το θερινό ηλιοστάσιο είναι η μεγαλύτερη ημέρα του χρόνου (21 Ιουνίου) και το χειμερινό ηλιοστάσιο η μικρότερη ημέρα του χρόνου (21 Δεκεμβρίου).

-στάτης [státis] (θηλ. -στάτρια)

Για παράδειγμα, ο αντικαταστάτης κάποιου είναι αυτός που παίρνει τη θέση του, που τον αντικαθιστά.

αντικαταστάτης, αποστάτης, εγκαταστάτης, επαναστάτης, επιστάτης, παραστάτης, προστάτης, πρωτοστάτης, συμπαραστάτης, υποκαταστάτης

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Κάποια ουσιαστικά σε -στάτης δηλώνουν όργανο ή ειδική κατασκευή. Για παράδειγμα, ο βιβλιοστάτης χρησιμεύει για να στηρίζει τα βιβλία σε μια βιβλιοθήκη.

βιβλιοστάτης, θερμοστάτης, κηροστάτης (= μανουάλι), κρυοστάτης, ορθοστάτης, πυροστάτης (= πυροστιά), ρεοστάτης, φανοστάτης

Επίθετα

-στασιακός [stasiakós], -στασιακή, -στασιακό

Για παράδειγμα, κάτι περιστασιακό δεν είναι μόνιμο, αλλά αφορά μία συγκεκριμένη περίσταση.

αντιστασιακός, εργοστασιακός, καταστασιακός, περιστασιακός

-στατικός [statikós], -στατική, -στατικό

Για παράδειγμα, ο αιμοστατικός επίδεσμος χρησιμεύει για να σταματάει την αιμορραγία, ενώ με τη συστατική επιστολή διαβιβάζονται καλές συστάσεις για ένα πρόσωπο, κυρίως για επαγγελματική χρήση.

αιμοστατικός, εκστατικός, επαναστατικός, ηλεκτροστατικός, ορθοστατικός, παραστατικός, συστατικός, υδροστατικός

✔ Οι λέξεις περιστατικό (= γεγονός, συμβάν) και υποστατικό (= αγρόκτημα) είναι ουσιαστικά.

-στατος [statos], -στατη, -στατο

Για παράδειγμα, ο μονοδιάστατος έχει μόνο μία διάσταση, ενώ οι ανυπόστατες κατηγορίες δεν ισχύουν, δεν υφίστανται.

ανυπόστατος, αρτισύστατος, δισδιάστατος, δισυπόστατος (= που έχει δύο υποστάσεις, δύο μορφές), ευκατάστατος (= που έχει καλή οικονομική κατάσταση), μονοδιάστατος, νεοσύστατος, πολυδιάστατος, τρισδιάστατος

✔ Η λέξη αερόστατο (= κατασκευή που φουσκώνει και στέκεται στον αέρα) είναι ουσιαστικό.


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.