Lexiscope: παραθετικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πα-ρα-θε-τι-κός

Morphology

παραθετικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπαραθετικόςοιπαραθετικοί
Genitiveτουπαραθετικούτωνπαραθετικών
Accusativeτονπαραθετικότουςπαραθετικούς
Vocative παραθετικέ παραθετικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπαραθετικήοιπαραθετικές
Genitiveτηςπαραθετικήςτωνπαραθετικών
Accusativeτηνπαραθετικήτιςπαραθετικές
Vocative παραθετική παραθετικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπαραθετικόταπαραθετικά
Genitiveτουπαραθετικούτωνπαραθετικών
Accusativeτοπαραθετικόταπαραθετικά
Vocative παραθετικό παραθετικά

Προθήματα - Επιθήματα

παρα- [para]

παρά- [pará] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
παρ- [par] πριν από φωνήεν (εκτός από την πρώτη σημασία)

Με την πρώτη σημασία προέρχεται από το επίρρημα πάρα (πρβ. πάρα πολύ), ενώ με τις υπόλοιπες σημασίες από την πρόθεση παρά.

1. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το παρα- συνδυάζεται κυρίως με ρήματα για να σχηματίσει νέα ρήματα που δηλώνουν ότι μία πράξη γίνεται πιο πολύ από το κανονικό. Για παράδειγμα, όταν παραγεμίζω κάτι το γεμίζω υπερβολικά.

παρααργώ, παραβράζω, παραγεμίζω, παραγκρινιάζω, παρακάθομαι, παρακαπνίζω, παρανευριάζω, παραπιέζω, παραπίνω, παρατραβάω/-ώ, παρατρώω, παραφορτώνω, παραφουσκώνω

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, κατα-*, ολο-*, παν-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.

2. Δίπλα ή παράλληλα

Το παρα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται δίπλα σε κάτι άλλο ή παράλληλα με αυτό. Για παράδειγμα, ένα παραθαλάσσιο χωριό βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα.

παρακλάδι

παραδουνάβιος, -α, -ο

παραπλέω

παραλήγουσα (γραμμ.)

παραθαλάσσιος, -α, -ο

παράνυμφος

παρακαθήμενος, -η, -ο

παρανυχίδα (και παρωνυχίδα)

παράκεντρος, -η, -ο

παραφυάδα

παράκτιος, -α, -ο

παραλίμνιος, -α, -ο

παραμεθόριος, -α, -ο

παραμεσόγειος, -α, -ο

παράπλευρος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ορισμένες λέξεις με το παρα- δηλώνουν βοηθητική λειτουργία, αντικατάσταση ή υποκατάσταση σε κάποιο ρόλο. Για παράδειγμα, η παραμάνα αναλαμβάνει το μεγάλωμα παιδιών που δεν είναι δικά της.

παραγιός, παρακόρη, παραμάγειρας, παραμάνα, παραπαίδι, παραπόρτι, παρεκκλήσι

Ορισμένες λέξεις με το παρα- δηλώνουν σύγκριση ή αντιπαράθεση. Για παράδειγμα, δύο παραπλήσια αντικείμενα είναι σχεδόν ίδια (όχι απόλυτα όμοια), ενώ όταν παραβγαίνουμε στο τρέξιμο, συναγωνιζόμαστε ποιος τρέχει πιο γρήγορα.

παραπλήσιος, -α, -ο

παραβάλλω

παρεμφερής, -ής, -ές

παραβγαίνω

παρόμοιος, -α, -ο

παραθέτω

3. Εκτός αποδεκτών ορίων

Το παρα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που είναι έξω από τα αποδεκτά όρια, που είναι περιθωριακό ή και παράνομο. Για παράδειγμα, η παραοικονομία αναπτύσσεται έξω από τα αποδεκτά πλαίσια της οικονομίας και η παραλογοτεχνία είναι αυτή που ξεπερνά τα αποδεκτά όρια της λογοτεχνίας.

παρακράτος

παρακρατικός, -ή, -ό

παραλογοτεχνία

παραφυσικός, -ή, -ό

παραοικονομία

παραπαιδεία

παραπολιτική

παραφιλολογία

παραψυχολογία

παρεμπόριο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το παρα- σχηματίζει επίσης λέξεις που δηλώνουν ότι μια ενέργεια οδηγεί σε κάτι εσφαλμένο. Για παράδειγμα, όταν παραπληροφορώ κάποιον ηθελημένα δεν του δίνω τις σωστές πληροφορίες.

παρανόηση

παράφωνος, -η, -ο

παρακούω

παραπληροφόρηση

παρανοώ

παραφωνία

παραπλανώ

παρεξήγηση

παραπληροφορώ

παρετυμολογία

παρεξηγώ

4. Αντίθεση, στέρηση

Το παρα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την αποφυγή ή τη στέρηση μιας ιδιότητας. Μερικές φορές χρησιμοποιείται για το σχηματισμό αντιθέτων. Για παράδειγμα, μία πράξη είναι παράνομη όταν δεν είναι νόμιμη.

παραίτηση

παράνομος, -η, -ο

παραιτούμαι

παράκαμψη

παράτυπος, -η, -ο

παρακάμπτω

παρανομία

παρανομώ

παρατυπία

-θε-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -θε- (-θεσ- ή -θετ-) αναφέρονται στο μέρος όπου τοποθετούμε κάτι.Το συστατικό -θε- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα τίθημι (= βάζω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-θετώ [θetó]

Για παράδειγμα, αρχειοθετώ τα έγγραφά μου όταν τα τοποθετώ σε ειδικό αρχείο, ενώ οριοθετώ κάτι όταν προσδιορίζω τα όριά του.

αθετώ, αρχειοθετώ, βαθμοθετώ (σπάνιο), διευθετώ, θεσμοθετώ, νομοθετώ, νουθετώ (< νους), ονοματοθετώ, οριοθετώ, οροθετώ, σκηνοθετώ, στοιχειοθετώ, τοποθετώ, υιοθετώ, χωροθετώ

Ουσιαστικά

-θεσία [θesía]

Για παράδειγμα, η στοιχειοθεσία είναι ο προσδιορισμός των στοιχείων ενός πράγματος.

αγωνοθεσία, αδιαθεσία, αθλοθεσία, αρχειοθεσία, διπλοθεσία, ευδιαθεσία, θεσμοθεσία, μονοθεσία, νομοθεσία, νουθεσία, ονοματοθεσία, οροθεσία, σκηνοθεσία, στοιχειοθεσία, στοχοθεσία, τοποθεσία, υιοθεσία, φωτοστοιχειοθεσία, χειροθεσία (εκκλ.), χωροθεσία

-θέτης [θétis] (θηλ. -θέτρια)

Για παράδειγμα, ο σκηνοθέτης βάζει στο σωστό μέρος της σκηνής τους ηθοποιούς.

αρχειοθέτης, δωροθέτης, εκθέτης (μαθημ.), καταθέτης, νομοθέτης, σελιδοθέτης, σκηνοθέτης, συνθέτης, ταξιθέτης, χαρτοθέτης, ψηφοθέτης (καλλιτ.)

-θέτηση [θétisi]

Για παράδειγμα, χωροθέτηση κάποιου κτιρίου είναι όταν προσδιορίζουμε το μέρος που θα χτιστεί.

αρχειοθέτηση, βαθμοθέτηση, διευθέτηση, επανατοποθέτηση, θεσμοθέτηση, ναρκοθέτηση, νομοθέτηση, οριοθέτηση, οροθέτηση, στοιχειοθέτηση, τοποθέτηση, υιοθέτηση, χωροθέτηση, ψηφοθέτηση (καλλιτ.)

Επίθετα

-θέτητος [θétitos], -θέτητη, -θέτητο

Για παράδειγμα, ένα θέμα μένει αδιευθέτητο όταν δεν έχει διευθετηθεί, δεν έχει ρυθμιστεί, τακτοποιηθεί.

αδιευθέτητος, αθεσμοθέτητος, ανομοθέτητος, ατοποθέτητος

✔ Τα επίθετα αυτά σχηματίζονται με το στερητικό α-*.

-θετικός [θetikós], -θετική, -θετικό

Για παράδειγμα, μια νομοθετική ρύθμιση τροποποιεί την υπάρχουσα νομοθεσία.

αντιθετικός, αποθετικός (γραμμ.), εκθετικός, επιθετικός, καταθετικός, νομοθετικός, οροθετικός (< οροθεσία), παραθετικός, παρενθετικός, προθετικός, προσθετικός, σκηνοθετικός, συνθετικός, υπερθετικός (γραμμ.), υποθετικός

✔ (ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, υπάρχει το επίθετο οροθετικός (< ορός + θετικός), το οποίο αποδίδει το αγγλικό seropositive.


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.