Lexiscope: πανύψηλος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πα-νύ-ψη-λος

Morphology

πανύψηλος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοπανύψηλοςοιπανύψηλοι
Genitiveτουπανύψηλουτωνπανύψηλων
Accusativeτονπανύψηλοτουςπανύψηλους
Vocative πανύψηλε πανύψηλοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηπανύψηληοιπανύψηλες
Genitiveτηςπανύψηληςτωνπανύψηλων
Accusativeτηνπανύψηλητιςπανύψηλες
Vocative πανύψηλη πανύψηλες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοπανύψηλοταπανύψηλα
Genitiveτουπανύψηλουτωνπανύψηλων
Accusativeτοπανύψηλοταπανύψηλα
Vocative πανύψηλο πανύψηλα

Synonyms - Antonyms

πανύψηλος adj.

Sψηλότατος, ουρανομήκης1 learn

Προθήματα - Επιθήματα

παν- [pan]

πάν- [pán] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
παμ- [pam] και παμ- [pám] πριν από /β/, /μ/, /π/, /ψ/ ή /φ/
παγ- [paŋ] και πάγ- [páŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
παλ- [pal] και παλ- [pál] πριν από /λ/

Προέρχεται από το αρχαίο παν, ουδέτερο γένος του επιθέτου πας (= όλος).

1. Αναφορά στο σύνολο

Το παν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι ολόκληρο (π.χ. πανσέληνος) ή αναφέρονται σε ένα ολόκληρο σύνολο (π.χ. πάνθεο). Για παράδειγμα, σε μια πανεργατική απεργία συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι.

παμφαγία

πάγκοινος, -η, -ο

παμψηφεί

παμψυχισμός

παγκόσμιος, -α, -ο

πανδημία

παλλαϊκός, -ή, -ό

πανδοχείο

παμβαλκανικός, -ή, -ό

πανεπιστήμιο

παμφάγος, -α, -ο

πάνθεο

παναγροτικός, -ή, -ό

παννυχίδα

παναθηναϊκός, -ή, -ό

πανοπλία

πανανθρώπινος, -η, -ο

πανόραμα

πάνδημος, -η, -ο

πανσέληνος

πανελλαδικός, -ή, -ό

πανσπερμία

πανεργατικός, -ή, -ό

πανευρωπαϊκός, -ή, -ό

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Η έκφραση πανδαμάτωρ χρόνος χρησιμοποιείται για το χρόνο που γιατρεύει και καταπραΰνει όλες τις πληγές και τις στενοχώριες.

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το παν- σχηματίζει λέξεις (κυρίως επίθετα) που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή μια ιδιότητα υπάρχει σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, μια πανεύκολη άσκηση είναι εξαιρετικά εύκολη· ο πάμπλουτος είναι πάρα πολύ πλούσιος.

πάγκακος, -η, -ο, πάγκαλος, -η, -ο, παμπάλαιος, -η, -ο, πάμπολλοι, -ες, -α, παμπόνηρος, -η, -ο, πάμφτωχος, -η, -ο, πανάθλιος, -α, -ο, πανάκριβος, -η, -ο, πανάξιος, -α, -ο, πανάρχαιος, -α/-η, -ο, πανάσχημος, -η, -ο, πανέξυπνος, -η, -ο, πανέτοιμος, -η, -ο, πανεύκολος, -η, -ο, πανευτυχής, -ής, -ές, πανόμοιος, -α, -ο, πάνσοφος, -η, -ο, πανύψηλος, -η, -ο, πανώριος, -α, -ο

✔ Λιγότερα είναι τα ουσιαστικά που σχηματίζονται με το παν- σε αυτή τη σημασία.

πανδαιμόνιο, πάνδεινα, πανζουρλισμός

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, κατα-*, ολο-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.