Lexiscope: παλαιοπώλης

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

πα-λαι-ο-πώ-λης

Morphology

παλαιοπώλης n. masc.

SingularPlural
Nominativeοπαλαιοπώληςοιπαλαιοπώλες
Genitiveτουπαλαιοπώλητωνπαλαιοπωλών
Accusativeτονπαλαιοπώλητουςπαλαιοπώλες
Vocative παλαιοπώλη παλαιοπώλες

παλαιοπώλισσα n. fem.

SingularPlural
Nominativeηπαλαιοπώλισσαοιπαλαιοπώλισσες
Genitiveτηςπαλαιοπώλισσαςτωνπαλαιοπωλισσών
Accusativeτηνπαλαιοπώλισσατιςπαλαιοπώλισσες
Vocative παλαιοπώλισσα παλαιοπώλισσες

Synonyms - Antonyms

παλαιοπώλης n.

Sπαλιατζής pop.

Προθήματα - Επιθήματα

παλαιο- [paleo]

παλαιό- [paleó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το επίθετο παλαιός.

1. Αναφορά στο παρελθόν

Το παλαιο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αναφέρεται στο πρόσφατο ή μακρινό παρελθόν. Συχνά χρησιμοποιείται και με αρνητική σημασία για κάτι που θεωρείται αναχρονιστικό και ξεπερασμένο. Για παράδειγμα, ο παλαιοημερολογίτης είναι μειωτικός χαρακτηρισμός προσώπου που έχει ξεπερασμένες και αναχρονιστικές αντιλήψεις.

παλαιοημερολογίτης (θηλ. -ισσα)

παλαιομοδίτικος, -η, -ο

⇨ Ορισμένες λέξεις με παλαιο- θεωρούνται λόγιοι τύποι των αντίστοιχων λέξεων με παλιο-* (π.χ. παλαιομοδίτικος - παλιομοδίτικος).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Το παλαιο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που είναι παλιό και πολύ συχνά μεταχειρισμένο. Για παράδειγμα, ο παλαιοπώλης πουλάει παλιά και μεταχειρισμένα αντικείμενα.

παλαιοβιβλιοπωλείο, παλαιοβιβλιοπώλης, παλαιοπωλείο, παλαιοπώλης

Στη λέξη παλαιοκομματισμός το παλαιο- αναφέρεται σε ξεπερασμένη πολιτική πρακτική (πελατειακές σχέσεις, ρουσφέτια κτλ.).

2. Παλαιότερη περίοδος

(επιστημ.) Το παλαιο- σχηματίζει λέξεις του επιστημονικού λεξιλογίου που δηλώνουν μια χρονική περίοδο του παρελθόντος που είναι είτε αυτόνομη, είτε το πρώτο στάδιο μιας εξέλιξης. Για παράδειγμα, η παλαιοανθρωπολογία είναι η επιστήμη που μελετά την προέλευση και την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους με βάση τα απολιθώματα από παλαιότερες εποχές.

παλαιοανθρωπολογία

παλαιοζωικός, -ή, -ό

παλαιοβιολογία

παλαιολιθικός, -ή, -ό

παλαιογεωγραφία

παλαιοχριστιανικός, -ή, -ό

παλαιογραφία

ΑΝΤ Για αντίθετα σε αυτή τη σημασία βλ. νεο-* (π.χ. παλαιολιθικόςνεολιθικός).

-πωλ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -πωλ- έχουν σχέση με την πώληση και την εμπορία κάποιου προϊόντος.Το συστατικό -πωλ- προέρχεται από το ρήμα πωλώ. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-πωλώ [poló] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, όταν μονοπωλώ κάτι, το εμπορεύομαι (πουλάω) μόνο εγώ.

μονοπωλώ, μοσχοπωλώ (και συχνότερα μοσχοπουλάω/-ώ)

Ουσιαστικά

-πωλείο [polío]

Για παράδειγμα, στο κρεοπωλείο αγοράζουμε κρέας· το ψητοπωλείο είναι εστιατόριο που σερβίρει ψητά κρέατα της ώρας.

αδαμαντοπωλείο, ανθοπωλείο, βιβλιοπωλείο, γαλακτοπωλείο, δισκοπωλείο, κοσμηματοπωλείο, κρεοπωλείο, μεζεδοπωλείο, οπωροπωλείο, παλαιοπωλείο, παντοπωλείο, χαρτοπωλείο, ψητοπωλείο

-πώλης [pólis] (θηλ. -πώλισσα)

Για παράδειγμα, ο ανθοπώλης πουλάει λουλούδια.

αδαμαντοπώλης, ανθοπώλης, εφημεριδοπώλης, ιχθυοπώλης, κοσμηματοπώλης, κρεοπώλης, λαχειοπώλης, παλαιοπώλης, παντοπώλης, χαρτοπώλης

✔ Το -πώλης σχηματίζει το λόγιο τύπο επαγγελματικών ουσιαστικών, όταν υπάρχει αντίστοιχος προφορικός (π.χ. ιχθυοπώλης - ψαράς, κρεοπώλης - χασάπης, οπωροπώλης - μανάβης, παντοπώλης - μπακάλης).

▶ (οικον.) Στο οικονομικό λεξιλόγιο, οι λέξεις σε -πώλιο αναφέρονται στην αποκλειστικότητα πώλησης ενός αγαθού είτε από έναν (μονοπώλιο) είτε από λίγους (ολιγοπώλιο).


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.