Lexiscope: οικοδομή

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

οι-κο-δο-μή

Morphology

οικοδομή n. fem.

SingularPlural
Nominativeηοικοδομήοιοικοδομές
Genitiveτηςοικοδομήςτωνοικοδομών
Accusativeτηνοικοδομήτιςοικοδομές
Vocative οικοδομή οικοδομές

Synonyms - Antonyms

οικοδομή n.

  1. Sγιαπί oral
  2. Sοικοδόμηση: άδεια οικοδομής
  3. Sοικοδόμημα2

Προθήματα - Επιθήματα

οικο- [iko]

οικό- [ikó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το ουσιαστικό οίκος (= σπίτι).

1. Αναφορά σε σπίτι

Το οικο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι έχει σχέση με το σπίτι (ως κατοικία των ανθρώπων). Για παράδειγμα, το οικόπεδο είναι μια έκταση γης όπου είναι δυνατό να χτιστεί σπίτι ή άλλο κτίριο, ενώ ένα ζώο είναι οικόσιτο όταν ζει σε σπίτι μαζί με ανθρώπους.

οικοδεσπότης (θηλ. οικοδέσποινα)

οικοδομικός, -ή, -ό

οικοδομώ

οικοδιδάσκαλος (παρωχ.)

οικοκυρικός, -ή, -ό

οικοδομή

οικόσιτος, -η, -ο

οικόπεδο

οικοσκευή

οικοτροφείο

οικότροφος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Η λέξη οικογένεια σχηματίστηκε τα νεότερα χρόνια και δηλώνει την εξ αίματος σχέση μεταξύ ατόμων που διαμένουν στον ίδιο οίκο. Λέξεις με το οικο- αναφέρονται στην οικογένεια ή στα μέλη της. Για παράδειγμα, το οικόσημο είναι το έμβλημα μιας παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας.

οικόσημο, οικοτεχνία

Με αναφορά στην οικογένεια, σχηματίστηκε η λέξη οικονόμος, που δήλωνε το πρόσωπο που διαχειριζόταν τα έσοδα και τα έξοδα μιας οικογένειας, και η λέξη οικονομία που δήλωνε τη δραστηριότητα αυτή. Αργότερα, στην ελληνιστική εποχή, αυτές οι λέξεις δήλωναν τη διαχείριση των δημόσιων εσόδων και εξόδων. Σήμερα, όταν κανείς ασχολείται με την οικονομία, τότε δείχνει ενδιαφέρον για τη δραστηριότητα της αγοράς αγαθών και υπηρεσιών και τους νόμους της προσφοράς και ζήτησης. Με βάση αυτή τη λέξη σχηματίζονται πολλές νέες.

οικονομετρία

οικονομικός, -ή, -ό

οικονομώ

οικονομία

οικονομισμός

οικονομολογία

οικονομολόγος

(πληροφ.) Στο λεξιλόγιο της πληροφορικής, η λέξη οικοσελίδα αποδίδει τον αγγλικό όρο home page.

2. Αναφορά στο περιβάλλον

Το οικο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι το οποίο σχετίζεται με το φυσικό περιβάλλον και τη συμβίωση των ζωντανών οργανισμών στη γη. Για παράδειγμα, η οικολογία είναι η μελέτη του φυσικού περιβάλλοντος και των σχέσεων των ζωντανών οργανισμών μεταξύ τους, ενώ ο οικοτουρισμός είναι μορφή τουρισμού που περιλαμβάνει δραστηριότητες στη φύση.

οικοανάπτυξη

οικολογικός, -ή, -ό

οικοενημέρωση

οικοτουριστικός, -ή, -ό

οικοκοινότητα

οικολογία

οικομουσείο

οικοσοσιαλισμός

οικοσύστημα

οικοτοξικολογία

οικοτουρισμός

οικοτουρίστας (θηλ. -τρια)


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.