Lexiscope: μπανιάρει

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

μπα-νιά-ρει

Morphology

μπανιάρω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stμπανιάρωμπανιάρουμε & μπανιάρομε dial.
2ndμπανιάρειςμπανιάρετε
3rdμπανιάρειμπανιάρουν & μπανιάρουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndμπανιάριζεμπανιάρετε
Present-Participleμπανιάροντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stμπανιάρισαμπανιάραμε
2ndμπανιάρισεςμπανιάρατε
3rdμπανιάρισεμπανιάρισαν & μπανιάραν oral. & μπανιάρανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stμπανιάρωμπανιάρουμε & μπανιάρομε dial.
2ndμπανιάρειςμπανιάρετε
3rdμπανιάρειμπανιάρουν & μπανιάρουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndμπανιάρισεμπανιάρετε
Simple past-Infinitiveμπανιάρει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stμπανιάριζαμπανιάραμε
2ndμπανιάριζεςμπανιάρατε
3rdμπανιάριζεμπανιάριζαν & μπανιάρονταν & μπανιάραν oral. & μπανιάρανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stμπανιάρομαιμπανιαριζόμαστε
2ndμπανιάρεσαιμπανιάρεστε & μπανιαριζόσαστε oral.
3rdμπανιάρεταιμπανιάρονται
Present-Imperative
Plural
2ndμπανιάρεστε
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stμπανιαρίστηκαμπανιαριστήκαμε
2ndμπανιαρίστηκεςμπανιαριστήκατε
3rdμπανιαρίστηκεμπανιαρίστηκαν & μπανιαριστήκαν oral. & μπανιαριστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stμπανιαριστώμπανιαριστούμε
2ndμπανιαριστείςμπανιαριστείτε
3rdμπανιαριστείμπανιαριστούν & μπανιαριστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndμπανιαρίσουμπανιαριστείτε
Simple past-Infinitiveμπανιαριστεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stμπανιαριζόμουν & μπανιαριζόμουνα oral. μπανιαριζόμασταν & μπανιαριζόμαστε
2ndμπανιαριζόσουν & μπανιαριζόσουνα oral. μπανιαριζόσασταν & μπανιαριζόσαστε oral.
3rdμπανιαριζόταν & μπανιαριζότανε oral. μπανιαρίζονταν & μπανιαριζόντανε oral. & μπανιαριζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleμπανιαρισμένος

Synonyms - Antonyms

μπανιάρω v. oral

Sπλένω: Πρέπει να μπανιάρω το μωρό.


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.