Lexiscope: μισαλλόδοξος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

μι-σαλ-λό-δο-ξος

Morphology

μισαλλόδοξος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομισαλλόδοξοςοιμισαλλόδοξοι
Genitiveτουμισαλλόδοξουτωνμισαλλόδοξων
Accusativeτομισαλλόδοξοτουςμισαλλόδοξους
Vocative μισαλλόδοξε μισαλλόδοξοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημισαλλόδοξηοιμισαλλόδοξες
Genitiveτηςμισαλλόδοξηςτωνμισαλλόδοξων
Accusativeτημισαλλόδοξητιςμισαλλόδοξες
Vocative μισαλλόδοξη μισαλλόδοξες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομισαλλόδοξοταμισαλλόδοξα
Genitiveτουμισαλλόδοξουτωνμισαλλόδοξων
Accusativeτομισαλλόδοξοταμισαλλόδοξα
Vocative μισαλλόδοξο μισαλλόδοξα

Προθήματα - Επιθήματα

μισο- [miso]

μισό- [misó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μισ- [mis] πριν από φωνήεν
μισα- [misa] σπάνιο, μόνο στην πρώτη σημασία

Με την πρώτη και τη δεύτερη σημασία προέρχεται από το επίθετο μισός, ενώ με την τρίτη σημασία από το ρήμα μισώ.

1. Μισό μέρος

Το μισο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποτελείται από το μισό μέρος ολόκληρης της ποσότητας, δηλ. το ένα δεύτερο. Για παράδειγμα, το μισάωρο είναι το χρονικό διάστημα της μισής ώρας, τα τριάντα λεπτά.

μισάωρο

μισοτιμής

μισοβάρελο

μισοφέγγαρο

⇨ Για λόγιους σχηματισμούς με την ίδια σημασία βλ. ημι-* (π.χ. μισάωρο - ημίωρο).

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά με αριθμητική σημασία βλ. ημι-*, μονο-*, δι-*, τρι-*, τετρα-*, πεντα-*, δεκα-*, χιλιο-*.

✔ Σε λέξεις όπως μισοφόρι, μισοχώρι, μισοκαλόκαιρο το μισο- αποτελεί φωνητική παραλλαγή του μεσο-* (μεσοφόρι, μεσοχώρι, μεσοκαλόκαιρο).

2. Μη ολοκλήρωση

Το μισο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια ενέργεια δεν έχει ολοκληρωθεί εντελώς ή ότι μία κατάσταση δεν έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να θεωρηθεί ολοκληρωμένη. Για παράδειγμα, το μισοάδειο μπουκάλι δεν είναι εντελώς άδειο· όταν κανείς μισανοίγει την πόρτα δεν την ανοίγει τελείως.

μισόλογα

μισάνοιχτος, -η, -ο

μισανοίγω / μισοανοίγω

μισοσκόταδο

μισοάδειος, -α, -ο

μισοαδειάζω

μισογκρεμισμένος, -η, -ο

μισογεμίζω

μισόγυμνος, -η, -ο

μισοκαίω

μισοκακόμοιρος, -η, -ο

μισοτελειώνω

μισόκλειστος, -η, -ο

μισοκοιμισμένος, -η, -ο

μισολιπόθυμος, -η, -ο

μισοπεθαμένος, -η, -ο

μισοτελειωμένος, -η, -ο

μισότρελος, -η, -ο

μισοψημένος, -η, -ο

3. Εχθρική στάση, απέχθεια

Το μισο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν εχθρική στάση ή απέχθεια απέναντι σε ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα. Για παράδειγμα, ο μισογύνης απεχθάνεται τις γυναίκες.

μισανδρία

μισαλλόδοξος, -η, -ο

μισέλληνας

μίσανδρος, -η, -ο

μισογύνης

μισάνθρωπος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το φιλο-* (π.χ. μισάνθρωποςφιλάνθρωπος).

αλλο- [alo]

αλλό- [aló] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το επίθετο άλλος.

1. Διαφορετικότητα

Το αλλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Για παράδειγμα, αλλόγλωσσος είναι κάποιος που μιλάει διαφορετική γλώσσα από τη γλώσσα της χώρας όπου ζει.

αλλογενής, -ής, -ές

αλλοφρονώ

αλλόγλωσσος, -η, -ο

αλλοδαπός, -ή, -ό

αλλόδοξος, -η, -ο

αλλοεθνής, -ής, -ές

αλλόθρησκος, -η, -ο

αλλόκοτος, -η, -ο

αλλοπαρμένος, -η, -ο (= που έχει χάσει τα λογικά του)

αλλόπιστος, -η, -ο

αλλοπρόσαλλος, -η, -ο

αλλόφρων, -ων, -ον (= εκτός εαυτού)

αλλόφυλος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Σχηματίζει επιστημονικούς όρους της ιατρικής, της χημείας, της γλωσσολογίας.

αλλόμορφο (γλωσσ.)

αλλογενετικός, -ή, -ό (ιατρ.)

αλλοπαθητική (ιατρ.)

αλλοπαθητικός, -ή, -ό (ιατρ.)

αλλοτροπισμός (χημ.)

αλλοτροπικός, -ή, -ό (χημ.)

αλλόφωνο (γλωσσ.)

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. ετερο-* (π.χ. αλλόγλωσσος - ετερόγλωσσος).

ΑΝΤ Για λέξεις με αντίθετη σημασία βλ. ομο-* (π.χ. αλλόγλωσσοςομόγλωσσος, αλλοεθνήςομοεθνής).

▶ Οι λέξεις αλλοτριώνω, αλλοτρίωση προέρχονται από το αρχαίο επίθετο αλλότριος (= άλλος).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.