Lexiscope: μεροληπτικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

με-ρο-λη-πτι-κός

Morphology

μεροληπτικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομεροληπτικόςοιμεροληπτικοί
Genitiveτουμεροληπτικούτωνμεροληπτικών
Accusativeτομεροληπτικότουςμεροληπτικούς
Vocative μεροληπτικέ μεροληπτικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeημεροληπτικήοιμεροληπτικές
Genitiveτηςμεροληπτικήςτωνμεροληπτικών
Accusativeτημεροληπτικήτιςμεροληπτικές
Vocative μεροληπτική μεροληπτικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομεροληπτικόταμεροληπτικά
Genitiveτουμεροληπτικούτωνμεροληπτικών
Accusativeτομεροληπτικόταμεροληπτικά
Vocative μεροληπτικό μεροληπτικά

μεροληπτικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομεροληπτικότεροςοιμεροληπτικότεροι
Genitiveτουμεροληπτικότερουτωνμεροληπτικότερων
Accusativeτομεροληπτικότεροτουςμεροληπτικότερους
Vocative μεροληπτικότερε μεροληπτικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημεροληπτικότερηοιμεροληπτικότερες
Genitiveτηςμεροληπτικότερηςτωνμεροληπτικότερων
Accusativeτημεροληπτικότερητιςμεροληπτικότερες
Vocative μεροληπτικότερη μεροληπτικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομεροληπτικότεροταμεροληπτικότερα
Genitiveτουμεροληπτικότερουτωνμεροληπτικότερων
Accusativeτομεροληπτικότεροταμεροληπτικότερα
Vocative μεροληπτικότερο μεροληπτικότερα

μεροληπτικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeομεροληπτικότατοςοιμεροληπτικότατοι
Genitiveτουμεροληπτικότατουτωνμεροληπτικότατων
Accusativeτομεροληπτικότατοτουςμεροληπτικότατους
Vocative μεροληπτικότατε μεροληπτικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeημεροληπτικότατηοιμεροληπτικότατες
Genitiveτηςμεροληπτικότατηςτωνμεροληπτικότατων
Accusativeτημεροληπτικότατητιςμεροληπτικότατες
Vocative μεροληπτικότατη μεροληπτικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτομεροληπτικότατοταμεροληπτικότατα
Genitiveτουμεροληπτικότατουτωνμεροληπτικότατων
Accusativeτομεροληπτικότατοταμεροληπτικότατα
Vocative μεροληπτικότατο μεροληπτικότατα

Synonyms - Antonyms

μεροληπτικός adj.

Aαμερόληπτος: μεροληπτική βαθμολογία

Προθήματα - Επιθήματα

-ληπ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ληπ- ή -ληψ- αναφέρονται σε κάποιον που παίρνει κάτι.Το συστατικό -ληπ- ή -ληψ- προέρχεται από το ρήμα λαμβάνω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-λήπτης [líptis] (θηλ. -λήπτρια)

Για παράδειγμα, ο δανειολήπτης είναι αυτός που παίρνει δάνειο από την τράπεζα ενώ η εργολήπτρια εταιρεία αναλαμβάνει κατασκευή έργων.

αιμολήπτης, δανειολήπτης, δειγματολήπτης, δωρολήπτης, εργολήπτης, παραλήπτης

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Ο ηχολήπτης και ο εικονολήπτης ασχολούνται με λήψη και καταγραφή ήχου και εικόνας αντίστοιχα.

Στην ηλεκτρολογία, ο ρευματολήπτης (ελληνική απόδοση της ξένης λέξης φις) είναι το εξάρτημα κάθε ηλεκτρικής συσκευής που μπαίνει στην πρίζα για να πάρει ρεύμα.

-ληψία [lipsía]

Για παράδειγμα, με την αιμοληψία λαμβάνεται αίμα για ιατρικούς σκοπούς.

αιμοληψία, αμμοληψία, δαιμονοληψία, δανειοληψία, δειγματοληψία, δοσοληψία, δωροληψία, επιληψία (ιατρ.), εργοληψία, ερωτοληψία, ιδεοληψία, μεροληψία, φαρμακοληψία, χωματοληψία

Επίθετα

-ληπτικός [liptikós], -ληπτική, -ληπτικό

Για παράδειγμα, δειγματοληπτικός είναι ο έλεγχος που γίνεται σε ορισμένα δείγματα (και όχι στο σύνολο) ενός αντικειμένου.

αντισυλληπτικός, δανειοληπτικός, δειγματοληπτικός, επαναληπτικός, εργοληπτικός, μεροληπτικός, περιληπτικός, προληπτικός

-ληπτος [-liptos], -ληπτη, -ληπτο

Για παράδειγμα, αμερόληπτος είναι αυτός που δεν παίρνει θέση, που δεν παίρνει το μέρος κανενός, ενώ ο ερωτόληπτος έχει καταληφθεί από έρωτα.

αμερόληπτος, δαιμονόληπτος, ερωτόληπτος, θεόληπτος

✔ Η λέξη θρησκόληπτος έχει δημιουργηθεί εσφαλμένα κατά το θεόληπτος (= εμπνευσμένος από το Θεό, προληπτικός).

✔ Οι λέξεις ευυπόληπτος, ανυπόληπτος αναφέρονται στην υπόληψη κάποιου.

✔ Ορισμένα επίθετα ανάγονται στα αντίστοιχα ρήματα σε -λαμβάνω, όπως ανεπανάληπτος (< επαναλαμβάνω), ακατάληπτος (< καταλαμβάνω/καταλαβαίνω), ασύλληπτος (< συλλαμβάνω).


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.