Lexiscope: μεγαλουργώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

με-γα-λουρ-γώ

Morphology

μεγαλουργώ v. active only

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stμεγαλουργώμεγαλουργούμε
2ndμεγαλουργείςμεγαλουργείτε
3rdμεγαλουργείμεγαλουργούν & μεγαλουργούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndμεγαλουργείτε
Present-Participleμεγαλουργώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stμεγαλούργησαμεγαλουργήσαμε
2ndμεγαλούργησεςμεγαλουργήσατε
3rdμεγαλούργησεμεγαλούργησαν & μεγαλουργήσαν oral. & μεγαλουργήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stμεγαλουργήσωμεγαλουργήσουμε & μεγαλουργήσομε dial.
2ndμεγαλουργήσειςμεγαλουργήσετε
3rdμεγαλουργήσειμεγαλουργήσουν & μεγαλουργήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndμεγαλούργησεμεγαλουργήσετε & μεγαλουργήστε
Simple past-Infinitiveμεγαλουργήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stμεγαλουργούσαμεγαλουργούσαμε
2ndμεγαλουργούσεςμεγαλουργούσατε
3rdμεγαλουργούσεμεγαλουργούσαν & μεγαλουργούσανε oral.

Προθήματα - Επιθήματα

μεγαλο- [meγalo]

μεγαλό- [meγaló] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
μεγαλ- [meγal] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το επίθετο μεγάλος.

1. Μεγάλο μέγεθος

Το μεγαλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι ένα πράγμα είναι μεγάλο σε μέγεθος ή σε διαστάσεις. Για παράδειγμα, ο μεγαλόσωμος έχει σώμα μεγάλων διαστάσεων, ενώ ένα μεγαλοπρεπές κτίριο είναι μεγάλο και εντυπωσιακό.

μεγαλοδόντης (θηλ. -α)

μεγαλοπρόσωπος, -η, -ο

μεγαλομάτης (θηλ. -α)

μεγαλόσωμος, -η, -ο

μεγαλόνησος

μεγαλόφωνος, -η, -ο (= με δυνατή φωνή)

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Το μεγαλο- σχηματίζει λέξεις του ιατρικού λεξιλογίου που δηλώνουν ότι κάποιο μέλος του σώματος είναι υπερβολικά μεγάλο σε μήκος ή όγκο λόγω παθολογικής αιτίας.

μεγαλακρία

μεγαλοβλαστικός, -ή, -ό

μεγαλομαστία

μεγαλοσπληνία

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. μεγα-*, μακρο-*.

2. Μεγάλος βαθμός

Το μεγαλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει σε υψηλό βαθμό, έχει εξαιρετική σημασία ή ποιότητα. Για παράδειγμα, όταν έχουμε μεγαλόπνοα σχέδια έχουμε υψηλούς και μακροπρόθεσμους στόχους, ενώ όταν κάποιος μεγαλοπιάνεται νομίζει ότι είναι πολύ σπουδαίος (ενώ δεν είναι) και θέλει μεγαλεία.

μεγαλομανία

μεγαλεπήβολος, -η, -ο

μεγαλοπιάνομαι

μεγαλοπρέπεια

μεγαλόκαρδος, -η, -ο

μεγαλοποιώ

μεγαλοφυΐα

μεγαλομανής, -ής, -ές

μεγαλουργώ

μεγαλοψυχία

μεγαλόπνοος, -η, -ο

μεγαλοπράγμων, -ων, -ον

μεγαλοπρεπής, -ής, -ές

μεγαλόστομος, -η, -ο

μεγαλόφρων, -ων, -ον

μεγαλοφυής, -ής, -ές

μεγαλόψυχος, -η, -ο

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν μεγάλο μέγεθος βλ. μεγα-*, πολυ-*.

3. Σημαντική θέση

Το μεγαλο- σχηματίζει ουσιαστικά που δηλώνουν ότι ένα πρόσωπο βρίσκεται σε υψηλή και σημαντική θέση ανάμεσα σε άλλα πρόσωπα που έχουν την ίδια ιδιότητα. Για παράδειγμα, ο μεγαλογιατρός είναι διάσημος και επιτυχημένος γιατρός και συνεπώς λαμβάνει υψηλές αμοιβές.

μεγαλέμπορος, μεγαλοαπατεώνας, μεγαλοαστός, μεγαλογιατρός, μεγαλοδικηγόρος, μεγαλοεκδότης, μεγαλοϊδιοκτήτης, μεγαλομάρτυρας, μεγαλομέτοχος, μεγαλοτσιφλικάς

4. Μεγάλη ηλικία

Το μεγαλο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται σε χαρακτηριστικά που δείχνουν μεγάλη ηλικία ή σε κάτι που συμβαίνει σε μεγάλη ηλικία. Για παράδειγμα, όταν κάποιος μεγαλοδείχνει φαίνεται μεγαλύτερος από την πραγματική του ηλικία.

μεγαλοκοπέλα

μεγαλοδείχνω

μεγαλοφέρνω

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε όλες τις σημασίες σχηματίζονται με το μικρο-* (π.χ. μεγαλόσωμοςμικρόσωμος).

▶ Ορισμένες λέξεις με μεγαλο- προέρχονται από φράσεις που μετατρέπονται σε ουσιαστικά ή/και επίθετα, όπως Μεγαλοβδομάδα (< Μεγάλη Εβδομάδα), μεγαλοϊδεάτης (< Μεγάλη Ιδέα).

-ουργ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ουργ- αναφέρονται στην έννοια του ανθρώπινου έργου ή επιτεύγματος.Το συστατικό -ουργ- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό έργον. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-ουργώ [urγó]

Για παράδειγμα, μεγαλουργεί κάποιος όταν πραγματοποιεί σημαντικά κατορθώματα, ενώ ο γιατρός χειρουργεί κάποιον όταν του κάνει χειρουργική επέμβαση.

δημιουργώ, θαυματουργώ, ιερουργώ, κατακρεουργώ, λειτουργώ, μεγαλουργώ, ραδιουργώ, στιχουργώ, χειρουργώ

Ουσιαστικά

-ούργημα [úrjima]

Για παράδειγμα, κακούργημα είναι η εγκληματική πράξη, ενώ το τερατούργημα είναι μια πολύ άσχημη ή κακοφτιαγμένη κατασκευή.

ανοσιούργημα, αραβούργημα, αριστούργημα, δημιούργημα, κακούργημα, λειτούργημα, στιχούργημα, τερατούργημα, τεχνούργημα

-ουργία [urjía]

Για παράδειγμα, η μεταξουργία είναι η παραγωγή και επεξεργασία του μεταξιού.

αμπελουργία, δημιουργία, δραματουργία, ελαιουργία, λειτουργία, μεταξουργία, πανουργία, πυροτεχνουργία, ραδιουργία, σιδηρουργία, στιχουργία, τελετουργία, υφαντουργία, χαλυβουργία

-ουργός [urγós]

Για παράδειγμα, ο αμπελουργός καλλιεργεί αμπέλια, ενώ ο δραματουργός ασχολείται με τη συγγραφή θεατρικών έργων.

αμαξουργός, αμπελουργός, αυτουργός, γναθοχειρουργός, δημιουργός, δραματουργός, καρδιοχειρουργός, μελισσουργός, μεταλλουργός, μεταξουργός, μηχανουργός, μουσουργός, ξυλουργός, οπλουργός, πρωθυπουργός, πυροτεχνουργός, σιδηρουργός, στιχουργός, ταπητουργός, ταχυδακτυλουργός, τεχνουργός, υπουργός, υφυπουργός, χειρουργός

✔ Ο χειρουργός απαντά συνήθως ως χειρούργος. Στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής αναφέρεται ότι η μετακίνηση του τόνου στο χειρούργος οφείλεται σε επίδραση του λατινικού και ιταλικού τονισμού (chirurgo < chirurgus). Φαίνεται υπερβολικό να επιμένει κανείς στον τονισμό στη λήγουσα με μοναδικό επιχείρημα την αρχαιοελληνική προέλευση (χειρουργός).

Επίθετα

-ούργητος [úrγitos], -ούργητη, -ούργητο

Για παράδειγμα, αυτοδημιούργητος είναι αυτός που έχει πετύχει κοινωνικά ή οικονομικά αποκλειστικά με τις δικές του δυνάμεις.

αδημιούργητος, αλειτούργητος, αυτοδημιούργητος, αχειρούργητος

✔ Τα περισσότερα από αυτά τα επίθετα σχηματίζονται με το στερητικό α-*.

-ούργος [úrγos], -ούργα, -ούργο

Για παράδειγμα, ο κακούργος είναι αυτός που φέρεται με ιδιαίτερη σκληρότητα και απανθρωπιά.

κακούργος, πανούργος, ραδιούργος

-ουργός [urγós], -ουργός/-ουργή, -ουργό (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, η γενεσιουργός αιτία ενός φαινομένου είναι αυτή που το δημιουργεί ή που το προκαλεί, ενώ λέμε ότι ένα φάρμακο είναι θαυματουργό όταν είναι πολύ αποτελεσματικό.

γενεσιουργός, θαυματουργός

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.