Lexiscope: λεπτομερειακός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

λε-πτο-με-ρει-α-κός

Morphology

λεπτομερειακός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολεπτομερειακόςοιλεπτομερειακοί
Genitiveτουλεπτομερειακούτωνλεπτομερειακών
Accusativeτολεπτομερειακότουςλεπτομερειακούς
Vocative λεπτομερειακέ λεπτομερειακοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλεπτομερειακήοιλεπτομερειακές
Genitiveτηςλεπτομερειακήςτωνλεπτομερειακών
Accusativeτηλεπτομερειακήτιςλεπτομερειακές
Vocative λεπτομερειακή λεπτομερειακές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολεπτομερειακόταλεπτομερειακά
Genitiveτουλεπτομερειακούτωνλεπτομερειακών
Accusativeτολεπτομερειακόταλεπτομερειακά
Vocative λεπτομερειακό λεπτομερειακά

λεπτομερειακότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολεπτομερειακότεροςοιλεπτομερειακότεροι
Genitiveτουλεπτομερειακότερουτωνλεπτομερειακότερων
Accusativeτολεπτομερειακότεροτουςλεπτομερειακότερους
Vocative λεπτομερειακότερε λεπτομερειακότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλεπτομερειακότερηοιλεπτομερειακότερες
Genitiveτηςλεπτομερειακότερηςτωνλεπτομερειακότερων
Accusativeτηλεπτομερειακότερητιςλεπτομερειακότερες
Vocative λεπτομερειακότερη λεπτομερειακότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολεπτομερειακότεροταλεπτομερειακότερα
Genitiveτουλεπτομερειακότερουτωνλεπτομερειακότερων
Accusativeτολεπτομερειακότεροταλεπτομερειακότερα
Vocative λεπτομερειακότερο λεπτομερειακότερα

λεπτομερειακότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολεπτομερειακότατοςοιλεπτομερειακότατοι
Genitiveτουλεπτομερειακότατουτωνλεπτομερειακότατων
Accusativeτολεπτομερειακότατοτουςλεπτομερειακότατους
Vocative λεπτομερειακότατε λεπτομερειακότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλεπτομερειακότατηοιλεπτομερειακότατες
Genitiveτηςλεπτομερειακότατηςτωνλεπτομερειακότατων
Accusativeτηλεπτομερειακότατητιςλεπτομερειακότατες
Vocative λεπτομερειακότατη λεπτομερειακότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολεπτομερειακότατοταλεπτομερειακότατα
Genitiveτουλεπτομερειακότατουτωνλεπτομερειακότατων
Accusativeτολεπτομερειακότατοταλεπτομερειακότατα
Vocative λεπτομερειακότατο λεπτομερειακότατα

Synonyms - Antonyms

λεπτομερειακός adj.

Sλεπτομερής: λεπτομερειακή περιγραφή του ατυχήματος


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.