Lexiscope: λειτουργικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

λει-τουρ-γι-κός

Morphology

λειτουργικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολειτουργικόςοιλειτουργικοί
Genitiveτουλειτουργικούτωνλειτουργικών
Accusativeτολειτουργικότουςλειτουργικούς
Vocative λειτουργικέ λειτουργικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλειτουργικήοιλειτουργικές
Genitiveτηςλειτουργικήςτωνλειτουργικών
Accusativeτηλειτουργικήτιςλειτουργικές
Vocative λειτουργική λειτουργικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολειτουργικόταλειτουργικά
Genitiveτουλειτουργικούτωνλειτουργικών
Accusativeτολειτουργικόταλειτουργικά
Vocative λειτουργικό λειτουργικά

λειτουργικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολειτουργικότεροςοιλειτουργικότεροι
Genitiveτουλειτουργικότερουτωνλειτουργικότερων
Accusativeτολειτουργικότεροτουςλειτουργικότερους
Vocative λειτουργικότερε λειτουργικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλειτουργικότερηοιλειτουργικότερες
Genitiveτηςλειτουργικότερηςτωνλειτουργικότερων
Accusativeτηλειτουργικότερητιςλειτουργικότερες
Vocative λειτουργικότερη λειτουργικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολειτουργικότεροταλειτουργικότερα
Genitiveτουλειτουργικότερουτωνλειτουργικότερων
Accusativeτολειτουργικότεροταλειτουργικότερα
Vocative λειτουργικότερο λειτουργικότερα

λειτουργικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeολειτουργικότατοςοιλειτουργικότατοι
Genitiveτουλειτουργικότατουτωνλειτουργικότατων
Accusativeτολειτουργικότατοτουςλειτουργικότατους
Vocative λειτουργικότατε λειτουργικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηλειτουργικότατηοιλειτουργικότατες
Genitiveτηςλειτουργικότατηςτωνλειτουργικότατων
Accusativeτηλειτουργικότατητιςλειτουργικότατες
Vocative λειτουργικότατη λειτουργικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτολειτουργικότατοταλειτουργικότατα
Genitiveτουλειτουργικότατουτωνλειτουργικότατων
Accusativeτολειτουργικότατοταλειτουργικότατα
Vocative λειτουργικότατο λειτουργικότατα

Synonyms - Antonyms

λειτουργικός adj.

Sπρακτικός3: λειτουργικά έπιπλα


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.