Lexiscope: κιθαρίστρια

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κι-θα-ρί-στρι-α

Morphology

κιθαρίστας n. masc.

SingularPlural
Nominativeοκιθαρίστας & κιθαριστήςοικιθαρίστες & κιθαριστές
Genitiveτουκιθαρίστα & κιθαριστήτωνκιθαριστών
Accusativeτονκιθαρίστα & κιθαριστήτουςκιθαρίστες & κιθαριστές
Vocative κιθαρίστα & κιθαριστή κιθαρίστες & κιθαριστές

κιθαρίστα n. fem.

SingularPlural
Nominativeηκιθαρίστα & κιθαρίστριαοικιθαρίστες & κιθαρίστριες
Genitiveτηςκιθαρίστα & κιθαρίστας & κιθαρίστριαςτωνκιθαριστριών & κιθαριστών
Accusativeτηνκιθαρίστα & κιθαρίστριατιςκιθαρίστες & κιθαρίστριες
Vocative κιθαρίστα & κιθαρίστρια κιθαρίστες & κιθαρίστριες

Προθήματα - Επιθήματα

-ίστας [ístas] (θηλ. -ίστρια και -ίστα)

Προέρχεται από το ιταλικό -ista, που με τη σειρά του προέρχεται από το λατινικό -ista, από το αρχαιοελληνικό -ιστής.

1. Ενασχόληση με κάτι

Το ίστας σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το πρόσωπο που επιδίδεται σε κάτι, που ασχολείται επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με αυτό (συνήθως άθλημα ή μουσική). Για παράδειγμα, ο τενίστας παίζει τένις, η πιανίστρια παίζει πιάνο, ενώ ο τουρίστας κάνει τουρισμό.

ακορντεονίστας, αρσιβαρίστας, βιολοντσελίστας, βολεϊμπολίστας, γραφίστας, κιθαρίστας, μανικιουρίστας, μασίστας, μπασίστας, μπασκετμπολίστας, ντραμίστας, πιανίστας, ραλίστας, ρεσεψιονίστας, σαξοφωνίστας, στιλίστας, τενίστας, τζαζίστας, τουρίστας, φασίστας

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένες λέξεις σε -ίστας δηλώνουν αυτόν που διαθέτει ή κατέχει κάτι. Για παράδειγμα, χιουμορίστας είναι αυτός που διαθέτει χιούμορ, νομπελίστας είναι ο κάτοχος βραβείου Νόμπελ.

✔ Το -ίστας συνδυάζεται συνήθως με λέξεις ξένης προέλευσης (π.χ. ρεσεψιονίστας < ρεσεψιόν, ραλίστας < ράλι, τζαζίστας < τζαζ). Σπανιότερα, λέξεις σε -ίστας προέρχονται από πολυλεκτικά σύνθετα ελληνικής ή ξενικής προέλευσης (π.χ. αρσιβαρίστας < άρση βαρών, βολεϊμπολίστας < βόλεϊ μπολ).


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.