Lexiscope: κατευθύνομαι

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-τευ-θύ-νο-μαι

Morphology

κατευθύνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκατευθύνωκατευθύνουμε & κατευθύνομε dial.
2ndκατευθύνειςκατευθύνετε
3rdκατευθύνεικατευθύνουν & κατευθύνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndκατεύθυνεκατευθύνετε
Present-Participleκατευθύνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκατεύθυνα & κατηύθυνα learn. κατευθύναμε
2ndκατεύθυνες & κατηύθυνες learn. κατευθύνατε
3rdκατεύθυνε & κατηύθυνε learn. κατεύθυναν & κατηύθυναν learn. & κατευθύναν oral. & κατευθύνανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκατευθύνωκατευθύνουμε & κατευθύνομε dial.
2ndκατευθύνειςκατευθύνετε
3rdκατευθύνεικατευθύνουν & κατευθύνουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκατεύθυνεκατευθύνετε
Simple past-Infinitiveκατευθύνει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκατεύθυνα & κατηύθυνα learn. κατευθύναμε
2ndκατεύθυνες & κατηύθυνες learn. κατευθύνατε
3rdκατεύθυνε & κατηύθυνε learn. κατεύθυναν & κατηύθυναν learn. & κατευθύναν oral. & κατευθύνανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stκατευθύνομαικατευθυνόμαστε
2ndκατευθύνεσαικατευθύνεστε & κατευθυνόσαστε oral.
3rdκατευθύνεταικατευθύνονται
Present-Imperative
Plural
2ndκατευθύνεστε
Present-Participleκατευθυνόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stκατευθύνθηκακατευθυνθήκαμε
2ndκατευθύνθηκεςκατευθυνθήκατε
3rdκατευθύνθηκεκατευθύνθηκαν & κατευθυνθήκαν oral. & κατευθυνθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stκατευθυνθώκατευθυνθούμε
2ndκατευθυνθείςκατευθυνθείτε
3rdκατευθυνθείκατευθυνθούν & κατευθυνθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndκατευθύνσουκατευθυνθείτε
Simple past-Infinitiveκατευθυνθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stκατευθυνόμουν & κατευθυνόμουνα oral. κατευθυνόμασταν & κατευθυνόμαστε
2ndκατευθυνόσουν & κατευθυνόσουνα oral. κατευθυνόσασταν & κατευθυνόσαστε oral.
3rdκατευθυνόταν & κατευθυνότανε oral. κατευθύνονταν & κατευθυνόντανε oral. & κατευθυνόντουσαν oral.

Synonyms - Antonyms

κατευθύνω v.

  1. Sοδηγώ1: Ο καπετάνιος κατευθύνει το καράβι προς το λιμάνι.
  2. Sπροσανατολίζω1, στρέφω2: Η κυβέρνηση κατευθύνει τις προσπάθειές της προς την πάταξη της φοροδιαφυγής.
  3. Sκαθοδηγώ1: Την εξωτερική πολιτική της χώρας κατευθύνει ο υπουργός.

κατευθύνομαι

Sοδεύω learn, τραβάω7 oral


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.