Lexiscope: καταστρεπτικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

κα-τα-στρε-πτι-κός

Morphology

καταστρεπτικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαταστρεπτικόςοικαταστρεπτικοί
Genitiveτουκαταστρεπτικούτωνκαταστρεπτικών
Accusativeτονκαταστρεπτικότουςκαταστρεπτικούς
Vocative καταστρεπτικέ καταστρεπτικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαταστρεπτικήοικαταστρεπτικές
Genitiveτηςκαταστρεπτικήςτωνκαταστρεπτικών
Accusativeτηνκαταστρεπτικήτιςκαταστρεπτικές
Vocative καταστρεπτική καταστρεπτικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαταστρεπτικότακαταστρεπτικά
Genitiveτουκαταστρεπτικούτωνκαταστρεπτικών
Accusativeτοκαταστρεπτικότακαταστρεπτικά
Vocative καταστρεπτικό καταστρεπτικά

καταστρεπτικότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαταστρεπτικότεροςοικαταστρεπτικότεροι
Genitiveτουκαταστρεπτικότερουτωνκαταστρεπτικότερων
Accusativeτονκαταστρεπτικότεροτουςκαταστρεπτικότερους
Vocative καταστρεπτικότερε καταστρεπτικότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαταστρεπτικότερηοικαταστρεπτικότερες
Genitiveτηςκαταστρεπτικότερηςτωνκαταστρεπτικότερων
Accusativeτηνκαταστρεπτικότερητιςκαταστρεπτικότερες
Vocative καταστρεπτικότερη καταστρεπτικότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαταστρεπτικότεροτακαταστρεπτικότερα
Genitiveτουκαταστρεπτικότερουτωνκαταστρεπτικότερων
Accusativeτοκαταστρεπτικότεροτακαταστρεπτικότερα
Vocative καταστρεπτικότερο καταστρεπτικότερα

καταστρεπτικότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοκαταστρεπτικότατοςοικαταστρεπτικότατοι
Genitiveτουκαταστρεπτικότατουτωνκαταστρεπτικότατων
Accusativeτονκαταστρεπτικότατοτουςκαταστρεπτικότατους
Vocative καταστρεπτικότατε καταστρεπτικότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηκαταστρεπτικότατηοικαταστρεπτικότατες
Genitiveτηςκαταστρεπτικότατηςτωνκαταστρεπτικότατων
Accusativeτηνκαταστρεπτικότατητιςκαταστρεπτικότατες
Vocative καταστρεπτικότατη καταστρεπτικότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοκαταστρεπτικότατοτακαταστρεπτικότατα
Genitiveτουκαταστρεπτικότατουτωνκαταστρεπτικότατων
Accusativeτοκαταστρεπτικότατοτακαταστρεπτικότατα
Vocative καταστρεπτικότατο καταστρεπτικότατα

Synonyms - Antonyms

καταστροφικός & καταστρεπτικός adj.

Sολέθριος: καταστροφικός σεισμός


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.