Lexiscope: θηλυπρεπής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

θη-λυ-πρε-πής

Morphology

θηλυπρεπής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοθηλυπρεπήςοιθηλυπρεπείς
Genitiveτουθηλυπρεπούςτωνθηλυπρεπών
Accusativeτοθηλυπρεπήτουςθηλυπρεπείς
Vocative θηλυπρεπή & θηλυπρεπής θηλυπρεπείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηθηλυπρεπήςοιθηλυπρεπείς
Genitiveτηςθηλυπρεπούςτωνθηλυπρεπών
Accusativeτηθηλυπρεπήτιςθηλυπρεπείς
Vocative θηλυπρεπή & θηλυπρεπής θηλυπρεπείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοθηλυπρεπέςταθηλυπρεπή
Genitiveτουθηλυπρεπούςτωνθηλυπρεπών
Accusativeτοθηλυπρεπέςταθηλυπρεπή
Vocative θηλυπρεπές θηλυπρεπή

θηλυπρεπέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοθηλυπρεπέστεροςοιθηλυπρεπέστεροι
Genitiveτουθηλυπρεπέστερουτωνθηλυπρεπέστερων
Accusativeτοθηλυπρεπέστεροτουςθηλυπρεπέστερους
Vocative θηλυπρεπέστερε θηλυπρεπέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηθηλυπρεπέστερηοιθηλυπρεπέστερες
Genitiveτηςθηλυπρεπέστερηςτωνθηλυπρεπέστερων
Accusativeτηθηλυπρεπέστερητιςθηλυπρεπέστερες
Vocative θηλυπρεπέστερη θηλυπρεπέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοθηλυπρεπέστεροταθηλυπρεπέστερα
Genitiveτουθηλυπρεπέστερουτωνθηλυπρεπέστερων
Accusativeτοθηλυπρεπέστεροταθηλυπρεπέστερα
Vocative θηλυπρεπέστερο θηλυπρεπέστερα

θηλυπρεπέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοθηλυπρεπέστατοςοιθηλυπρεπέστατοι
Genitiveτουθηλυπρεπέστατουτωνθηλυπρεπέστατων
Accusativeτοθηλυπρεπέστατοτουςθηλυπρεπέστατους
Vocative θηλυπρεπέστατε θηλυπρεπέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηθηλυπρεπέστατηοιθηλυπρεπέστατες
Genitiveτηςθηλυπρεπέστατηςτωνθηλυπρεπέστατων
Accusativeτηθηλυπρεπέστατητιςθηλυπρεπέστατες
Vocative θηλυπρεπέστατη θηλυπρεπέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοθηλυπρεπέστατοταθηλυπρεπέστατα
Genitiveτουθηλυπρεπέστατουτωνθηλυπρεπέστατων
Accusativeτοθηλυπρεπέστατοταθηλυπρεπέστατα
Vocative θηλυπρεπέστατο θηλυπρεπέστατα

Synonyms - Antonyms

θηλυπρεπής adj.

Aανδροπρεπής

Προθήματα - Επιθήματα

-πρεπ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -πρεπ- δηλώνουν ότι κάτι ταιριάζει ή μοιάζει ως προς κάποια χαρακτηριστικά του με κάτι άλλο.Το συστατικό -πρεπ- προέρχεται από το ρήμα πρέπω (= ταιριάζω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-πρέπεια [prépia]

Για παράδειγμα, η θηλυπρέπεια είναι η ιδιότητα ενός άνδρα να μοιάζει με γυναίκα στην εμφάνιση ή στη συμπεριφορά· η ευπρέπεια είναι η κοινωνικά ορθή και αποδεκτή εμφάνιση και συμπεριφορά.

ανδροπρέπεια, αξιοπρέπεια, απρέπεια, αρχαιοπρέπεια, δουλοπρέπεια, ελληνοπρέπεια, ευπρέπεια, θηλυπρέπεια, μεγαλοπρέπεια, μικροπρέπεια, σεμνοπρέπεια

Επίθετα

-πρεπής [prepís], -πρεπής, -πρεπές

Για παράδειγμα, ανδροπρεπής είναι η στάση που θεωρείται ότι ταιριάζει σε άνδρα· κάτι είναι μεγαλοπρεπές όταν διακρίνεται για το μέγεθος και τη λαμπρότητά του.

ανδροπρεπής, αξιοπρεπής, απρεπής, αρχαιοπρεπής, βασιλοπρεπής, δουλοπρεπής, ελληνοπρεπής, ευπρεπής, θηλυπρεπής, μεγαλοπρεπής, μικροπρεπής, σεμνοπρεπής

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.