Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.
Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.
Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.
Insert any Greek word below, and press Search.
Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.
Syllabification
ε-πι-στη-μο-νι-κός
Morphology
επιστημονικός adj.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | επιστημονικός | οι | επιστημονικοί |
Genitive | του | επιστημονικού | των | επιστημονικών |
Accusative | τον | επιστημονικό | τους | επιστημονικούς |
Vocative | | επιστημονικέ | | επιστημονικοί |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | επιστημονική | οι | επιστημονικές |
Genitive | της | επιστημονικής | των | επιστημονικών |
Accusative | την | επιστημονική | τις | επιστημονικές |
Vocative | | επιστημονική | | επιστημονικές |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | επιστημονικό | τα | επιστημονικά |
Genitive | του | επιστημονικού | των | επιστημονικών |
Accusative | το | επιστημονικό | τα | επιστημονικά |
Vocative | | επιστημονικό | | επιστημονικά |
|
επιστημονικότερος adj. comp.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | επιστημονικότερος | οι | επιστημονικότεροι |
Genitive | του | επιστημονικότερου | των | επιστημονικότερων |
Accusative | τον | επιστημονικότερο | τους | επιστημονικότερους |
Vocative | | επιστημονικότερε | | επιστημονικότεροι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | επιστημονικότερη | οι | επιστημονικότερες |
Genitive | της | επιστημονικότερης | των | επιστημονικότερων |
Accusative | την | επιστημονικότερη | τις | επιστημονικότερες |
Vocative | | επιστημονικότερη | | επιστημονικότερες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | επιστημονικότερο | τα | επιστημονικότερα |
Genitive | του | επιστημονικότερου | των | επιστημονικότερων |
Accusative | το | επιστημονικότερο | τα | επιστημονικότερα |
Vocative | | επιστημονικότερο | | επιστημονικότερα |
|
επιστημονικότατος adj. sup.
Masculine |
| Singular | Plural |
Nominative | ο | επιστημονικότατος | οι | επιστημονικότατοι |
Genitive | του | επιστημονικότατου | των | επιστημονικότατων |
Accusative | τον | επιστημονικότατο | τους | επιστημονικότατους |
Vocative | | επιστημονικότατε | | επιστημονικότατοι |
|
Feminine |
| Singular | Plural |
Nominative | η | επιστημονικότατη | οι | επιστημονικότατες |
Genitive | της | επιστημονικότατης | των | επιστημονικότατων |
Accusative | την | επιστημονικότατη | τις | επιστημονικότατες |
Vocative | | επιστημονικότατη | | επιστημονικότατες |
|
Neuter |
| Singular | Plural |
Nominative | το | επιστημονικότατο | τα | επιστημονικότατα |
Genitive | του | επιστημονικότατου | των | επιστημονικότατων |
Accusative | το | επιστημονικότατο | τα | επιστημονικότατα |
Vocative | | επιστημονικότατο | | επιστημονικότατα |
|
1 of 10
For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.
Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.