Lexiscope: εξουσιοδότηση

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-ξου-σι-ο-δό-τη-ση

Morphology

εξουσιοδότηση n. fem.

SingularPlural
Nominativeηεξουσιοδότησηοιεξουσιοδοτήσεις
Genitiveτηςεξουσιοδότησης & εξουσιοδοτήσεως learn. τωνεξουσιοδοτήσεων
Accusativeτηνεξουσιοδότησητιςεξουσιοδοτήσεις
Vocative εξουσιοδότηση εξουσιοδοτήσεις

Προθήματα - Επιθήματα

εκ- [ek]

έκ- [ék] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εξ- [eks] και έξ- [éks] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εκ.

1. Προς τα έξω

Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κίνηση προς τα έξω. Για παράδειγμα, όταν ένα τρένο εκτροχιάζεται βγαίνει έξω από την τροχιά του, ενώ με την εκπνοή αφήνουμε τον αέρα να βγει από τα πνευμόνια μας.

εκπνοή

εκπαραθυρώνω

εκροή

εκστομίζω

εκφορά

εκσφενδονίζω

εξαγωγή

εκτοξεύω

εξιτήριο

εκτροχιάζω

έξοδος

εξάγω

εξέρχομαι

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το εισ-* (π.χ. εξέρχομαιεισέρχομαι, εκπνοήεισπνοή).

2. Εκτός ορίων

Το εκ- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται ή κινείται εκτός κάποιων ορίων. Για παράδειγμα, μία έκνομη πράξη είναι έξω από το νόμο, παράνομη, ενώ όταν καταθέτουμε κάτι εκπρόθεσμα το καταθέτουμε μετά τη λήξη της προθεσμίας.

έκνομος, -η, -ο, εκπρόθεσμος, -η, -ο, έκρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το εν-* (π.χ. έκνομοςέννομος, εκπρόθεσμοςεμπρόθεσμος).

3. Απομάκρυνση, αφαίρεση

Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την απομάκρυνση ή την αφαίρεση ενός πράγματος από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, ο εκπατρισμός είναι η απομάκρυνση από την πατρίδα ή η εγκατάλειψή της· όταν κανείς εκριζώνει ένα δέντρο το αφαιρεί μαζί με τις ρίζες του από το έδαφος.

εκπατρισμός

εκθεμελιώνω

εκπωμάτιση

εκθρονίζω

εκφυλισμός

εκριζώνω

εκχιονισμός

εκτοπίζω

εκχύμωση

εκφορτώνω

εξαερισμός

εκχερσώνω

εξαέρωση

4. Απόκτηση ιδιότητας

Το εκ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι μεταβάλλεται αποκτώντας μια ιδιότητα που δεν είχε παλιότερα. Για παράδειγμα, με τον εκσυγχρονισμό κάτι παλιό αποκτά σύγχρονα χαρακτηριστικά· όταν εκλαϊκεύουμε μια επιστημονική θεωρία τη διατυπώνουμε με απλά λόγια για να την καταλαβαίνουν όλοι.

εκδημοκρατισμός

εκθηλύνω

εκθήλυνση

εκκενώνω

εκκένωση

εκλαϊκεύω

εκλαΐκευση

εκλεπτύνω

εκλατινισμός

εκμοντερνίζω

εκλέπτυνση

εκπολιτίζω

εκλογίκευση

εκσυγχρονίζω

εκμοντερνισμός

εξαθλιώνω

εκσυγχρονισμός

εξατμίζω

εξαθλίωση

εξελληνίζω

εξάτμιση

εξευρωπαΐζω

εξελληνισμός

εξευρωπαϊσμός

-δο-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δο- (-δοσ- ή -δοτ-) αναφέρονται στην πράξη «δίνω κάτι».Το συστατικό -δο- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα δίδωμι (= δίνω). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-δοτώ [δotó]

Για παράδειγμα, χρηματοδοτεί κανείς ένα έργο όταν δίνει χρήματα για την υλοποίησή του· γνωμοδοτεί σχετικά με κάποιο θέμα όταν λέει τη γνώμη του.

γνωμοδοτώ, δανειοδοτώ, δικαιοδοτώ, εξουσιοδοτώ, επιδοτώ, ηλεκτροδοτώ, κληροδοτώ, μειοδοτώ, μισθοδοτώ, ορκοδοτώ, πλειοδοτώ, πριμοδοτώ, πυροδοτώ, σηματοδοτώ, συνταξιοδοτώ, τιτλοδοτώ, τροφοδοτώ, υδροδοτώ, χρηματοδοτώ, χρησμοδοτώ

Ουσιαστικά

-δοσία [δosía]

Για παράδειγμα, η μισθοδοσία είναι η πληρωμή μισθού σε κάποιον· η αιμοδοσία είναι η προσφορά αίματος από αιμοδότη για να γίνει μετάγγιση σε κάποιον άρρωστο που το έχει ανάγκη.

αιμοδοσία, δικαιοδοσία, εγγυοδοσία (νομ.), εργοδοσία, κληροδοσία (νομ.), λογοδοσία, μειοδοσία, μισθοδοσία, ονοματοδοσία, ορκοδοσία, πλειοδοσία, προδοσία, σηματοδοσία, τροφοδοσία, χρησμοδοσία

-δότης [δótis] (θηλ. -δότρια)

Για παράδειγμα, ο εργοδότης είναι αυτός που δίνει εργασία και πληρώνει για αυτήν· ο πληροφοριοδότης δίνει πληροφορίες για κάποιον ή για κάτι, συνήθως στα πλαίσια έρευνας.

αιμοδότης, δανειοδότης, εγγυοδότης, εκδότης, εντολοδότης, εργοδότης, καταδότης, μισθοδότης (σπάνιο), ονοματοδότης, πληροφοριοδότης, προδότης, τροφοδότης, φωτοδότης, χρηματοδότης, χρησμοδότης

✔ Στον προφορικό λόγο, κάποια από αυτά τα ουσιαστικά σχηματίζουν και θηλυκό σε -τρα (π.χ. καταδότρα, προδότρα).

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένα ουσιαστικά σε -δότης δηλώνουν συσκευή, όργανο ή εργαλείο. Για παράδειγμα, στις διασταυρώσεις των δρόμων υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες, δηλαδή φανάρια· ο βηματοδότης είναι η συσκευή που υποβοηθεί τη λειτουργία της καρδιάς.

αναμεταδότης, βηματοδότης, μεταδότης, ρευματοδότης, σηματοδότης, τονοδότης

-δότημα [δótima]

Για παράδειγμα, το κληροδότημα είναι ένα χρηματικό ποσό ή ένα περιουσιακό στοιχείο το οποίο παραχωρείται από τον ιδιοκτήτη του για να διατεθεί στο δημόσιο ή για κοινωφελείς σκοπούς.

γνωμοδότημα (σπάνιο), κληροδότημα, χρησμοδότημα

-δότηση [δótisi]

Για παράδειγμα, η συνταξιοδότηση είναι η παροχή σύνταξης σε κάποιον· η σηματοδότηση ενός δρόμου είναι η τοποθέτηση σημάτων για τη ρύθμιση της οδικής κυκλοφορίας.

ανατροφοδότηση, γνωμοδότηση, δανειοδότηση, εξουσιοδότηση, επιδότηση, ηλεκτροδότηση, μισθοδότηση, νοηματοδότηση, σηματοδότηση, συνταξιοδότηση, τροφοδότηση, υδροδότηση, χρηματοδότηση, χρησμοδότηση

Επίθετα

-δοτικός [δotikós], -δοτική, -δοτικό

Για παράδειγμα, ένας πυροδοτικός μηχανισμός μεταδίδει φωτιά στην εκρηκτική ύλη, δηλαδή την πυροδοτεί.

αιμοδοτικός, γνωμοδοτικός, δανειοδοτικός, εργοδοτικός, ηλεκτροδοτικός, λογοδοτικός, μειοδοτικός, μεταδοτικός, μισθοδοτικός, πυροδοτικός, συνταξιοδοτικός, τροφοδοτικός, χρηματοδοτικός, χρησμοδοτικός

-δοτος [δotos], -δοτη, -δοτο

Για παράδειγμα, ετοιμοπαράδοτο είναι ένα εμπόρευμα που μπορεί να παραδοθεί αμέσως στον αγοραστή.

αμετάδοτος, ανέκδοτος, ανένδοτος, αντίδοτος, έκδοτος, ετοιμοπαράδοτος, πατροπαράδοτος

✔ Κάποια από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. ανέκδοτο, αντίδοτο).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.