Lexiscope: ενταφιάζω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-ντα-φι-ά-ζω

Morphology

ενταφιάζω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stενταφιάζωενταφιάζουμε & ενταφιάζομε dial.
2ndενταφιάζειςενταφιάζετε
3rdενταφιάζειενταφιάζουν & ενταφιάζουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndενταφίαζεενταφιάζετε
Present-Participleενταφιάζοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stενταφίασαενταφιάσαμε
2ndενταφίασεςενταφιάσατε
3rdενταφίασεενταφίασαν & ενταφιάσαν oral. & ενταφιάσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stενταφιάσωενταφιάσουμε & ενταφιάσομε dial.
2ndενταφιάσειςενταφιάσετε
3rdενταφιάσειενταφιάσουν & ενταφιάσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndενταφίασεενταφιάσετε & ενταφιάστε
Simple past-Infinitiveενταφιάσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stενταφίαζαενταφιάζαμε
2ndενταφίαζεςενταφιάζατε
3rdενταφίαζεενταφίαζαν & ενταφιάζαν oral. & ενταφιάζανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stενταφιάζομαιενταφιαζόμαστε
2ndενταφιάζεσαιενταφιάζεστε & ενταφιαζόσαστε oral.
3rdενταφιάζεταιενταφιάζονται
Present-Imperative
Plural
2ndενταφιάζεστε
Present-Participleενταφιαζόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stενταφιάστηκα & ενταφιάσθηκα learn. ενταφιαστήκαμε & ενταφιασθήκαμε learn.
2ndενταφιάστηκες & ενταφιάσθηκες learn. ενταφιαστήκατε & ενταφιασθήκατε learn.
3rdενταφιάστηκε & ενταφιάσθηκε learn. ενταφιάστηκαν & ενταφιάσθηκαν learn. & ενταφιαστήκαν oral. & ενταφιαστήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stενταφιαστώ & ενταφιασθώ learn. ενταφιαστούμε & ενταφιασθούμε learn.
2ndενταφιαστείς & ενταφιασθείς learn. ενταφιαστείτε & ενταφιασθείτε learn.
3rdενταφιαστεί & ενταφιασθεί learn. ενταφιαστούν & ενταφιασθούν learn. & ενταφιασθούνε learn. & ενταφιαστούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndενταφιάσουενταφιαστείτε & ενταφιασθείτε learn.
Simple past-Infinitiveενταφιαστεί & ενταφιασθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stενταφιαζόμουν & ενταφιαζόμουνα oral. ενταφιαζόμασταν & ενταφιαζόμαστε
2ndενταφιαζόσουν & ενταφιαζόσουνα oral. ενταφιαζόσασταν & ενταφιαζόσαστε oral.
3rdενταφιαζόταν & ενταφιαζότανε oral. ενταφιάζονταν & ενταφιαζόντανε oral. & ενταφιαζόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleενταφιασμένος

Synonyms - Antonyms

ενταφιάζω v. learn

Sθάβω1 Aξεθάβω1

Προθήματα - Επιθήματα

εν- [en]

έν- [én] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εμ- [em] και έμ- [ém] πριν από /β/, /μ/, /π/, /φ/ ή /ψ/
εγ- [eŋ] και έγ- [éŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
ελ- [el] και έλ- [él] πριν από /λ/
ερ- [er] και έρ- [ér] πριν από /ρ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εν.

1. Μέσα σε κάτι

Το εν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι μέσα σε κάτι άλλο ή μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Για παράδειγμα, όταν εμφιαλώνω ένα υγρό το βάζω μέσα σε μπουκάλι (φιάλη).

εγκέφαλος

εγκόσμιος, -α, -ο

εγκιβωτίζω

εγκιβωτισμός

εγχώριος, -α, -ο

εγκλιματίζω

εγκλιματισμός

εμφύλιος, -α, -ο

ελλιμενίζομαι

εμφιάλωση

εμφιαλώνω

ένοικος

ενσαρκώνω

ενσάρκωση

ενσταλάζω

ενσωμάτωση

ενσωματώνω

ενταφίαση

ενταφιάζω

εντοιχισμός

εντοιχίζω

✔ Ορισμένες λέξεις με το εν- δηλώνουν ότι κάτι γίνεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται έγκαιρα γίνεται μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά περιθώρια.

έγκαιρος, -η, -ο, εμπρόθεσμος, -η, -ο

2. Με ορισμένο τρόπο

Το εν- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι διαθέτει μια ορισμένη ιδιότητα ή γίνεται με ορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όταν είμαστε εμπύρετοι έχουμε πυρετό, ενώ η έμμισθη εργασία γίνεται με μισθό.

έγγραφος, -η, -ο, έγκυρος, -η, -ο, έγχορδος, -η, -ο, έγχρωμος, -η, -ο, έλλογος, -η, -ο, έμμετρος, -η, -ο, έμμισθος, -η, -ο, έμπειρος, -η, -ο, εμπύρετος, -η, -ο, εμφανής, -ής, -ές, έμψυχος, -η, -ο, εναγώνιος, -α, -ο, ενάρετος, -η, -ο, ένδικος, -η, -ο, ένοπλος, -η, -ο, ένορκος, -η, -ο, ενσύρματος, -η, -ο, έντοκος, -η, -ο, έντρομος, -η, -ο, έντυπος, -η, -ο, ένυδρος, -η, -ο, ενυπόγραφος, -η, -ο, έρρινος, -η, -ο / ένρινος, -η, -ο, έρρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το α-* (π.χ. έγκυροςάκυρος, εμπύρετοςαπύρετος).


8 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.