Lexiscope: ενδογενής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

εν-δο-γε-νής

Morphology

ενδογενής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοενδογενήςοιενδογενείς
Genitiveτουενδογενούςτωνενδογενών
Accusativeτονενδογενήτουςενδογενείς
Vocative ενδογενή & ενδογενής ενδογενείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηενδογενήςοιενδογενείς
Genitiveτηςενδογενούςτωνενδογενών
Accusativeτηνενδογενήτιςενδογενείς
Vocative ενδογενή & ενδογενής ενδογενείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοενδογενέςταενδογενή
Genitiveτουενδογενούςτωνενδογενών
Accusativeτοενδογενέςταενδογενή
Vocative ενδογενές ενδογενή

Synonyms - Antonyms

ενδογενής adj. learn

Sεσωτερικός3: ενδογενείς αιτίες Aεξωγενής

Προθήματα - Επιθήματα

ενδο- [enδo]

ενδό- [enδó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
ενδ- [enδ] πριν από /ο/

Προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα ένδον (= μέσα).

1. Στο εσωτερικό

Το ενδο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι βρίσκεται ή συμβαίνει στο εσωτερικό ενός χώρου ή μιας ομάδας. Για παράδειγμα, η ενδοεπικοινωνία είναι ένα σύστημα που επιτρέπει την επικοινωνία μέσα σε ένα ορισμένο χώρο εργασίας, ενώ ενδοοικογενειακή είναι η βία ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας.

ενδοεπικοινωνία

ενδογενής, -ής, -ές

ενδοσκοπώ

ενδοσκόπηση

ενδογλωσσικός, -ή, -ό

ενδοσυνεννόηση

ενδοκομματικός, -ή, -ό

ενδοχώρα

ενδοκυβερνητικός, -ή, -ό

ενδοοικογενειακός, -ή, -ό

ενδοσκοπικός, -ή, -ό

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, το ενδο- σχηματίζει λέξεις της ανατομίας.

ενδόδερμα

ενδοαγγειακός, -ή, -ό

ενδοθήλιο

ενδοκαρδιακός, -ή, -ό

ενδομήτριο

ενδοκυτταρικός, -ή, -ό

ενδοφθάλμιος, -α, -ο

ενδοφλέβιος, -α, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το εξω-* (π.χ. ενδοκομματικόςεξωκομματικός).

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. εσω-*.

-γεν-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γεν- αναφέρονται στη δημιουργία ή στη γέννηση.Το συστατικό -γεν- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γίγνομαι (= γίνομαι) (πρβ. γένος). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-γένεια [jénia]

Για παράδειγμα, η συγγένεια είναι ο δεσμός μεταξύ προσώπων που συνδέονται βιολογικά (δηλ. εξ αίματος) ή θεσμικά (π.χ. με γάμο)· λέμε ότι κάποιος έχει φωτογένεια όταν βγαίνει με ωραία και εκφραστικά χαρακτηριστικά στις φωτογραφίες.

αγένεια, ανομοιογένεια, ευγένεια, θνησιγένεια (ιατρ.), ιθαγένεια, οικογένεια, ομοιογένεια, παθογένεια (ιατρ.), σεισμογένεια, συγγένεια, φυλογένεια (βιολ.), φωτογένεια

-γένεση [jénesi]

(βιολ.) Για παράδειγμα, η τερατογένεση είναι η γέννηση τέρατος.

εμβρυογένεση, κυτταρογένεση, οντογένεση, οστεογένεση, παθογένεση, παρθενογένεση, τερατογένεση

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γονία*.

-γενεσία [jenesía]

Για παράδειγμα, η παλιγγενεσία είναι η αναγέννηση, η επιστροφή από το θάνατο στη ζωή.

δυσγενεσία, παλιγγενεσία, παρθενογενεσία

Επίθετα

-γενετικός [jenetikós], -γενετική, -γενετικό

(βιολ.) Για παράδειγμα, οι φυλογενετικές σχέσεις αφορούν τις συγγένειες διαφορετικών ειδών, οι οποίες προκύπτουν από την εξελικτική τους πορεία.

αβιογενετικός, ανθρωπογενετικός, βιογενετικός, μορφογενετικός, παθογενετικός, φυλογενετικός, ψυχογενετικός

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με επίθετα σε -γεννητικός, όπως αναγεννητικός, προγεννητικός, μεταγεννητικός, τα οποία συνδέονται με το ουσιαστικό γέννηση.

-γενής [jenís], -γενής, -γενές

Για παράδειγμα, το ηφαιστειογενές νησί έχει δημιουργηθεί από ηφαίστειο.

αγενής, ανθρωπογενής, γηγενής, δευτερογενής, διαβρωσιγενής (γεωλ.), ελληνογενής, ενδογενής, εξωγενής, ερωτογενής, ευγενής, ηφαιστειογενής (γεωλ.), θεογενής, ιθαγενής, ιογενής, κοραλλιογενής (γεωλ.), παρασιτογενής, προσχωσιγενής (γεωλ.), πρωτογενής, σεισμογενής, συγγενής, φωτογενής, ψυχογενής

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γόνος*.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με λέξεις όπως μακρυγένης, κοκκινογένης, οι οποίες περιέχουν το συστατικό -γένης (που προέρχεται από το γένι).


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.