Lexiscope: εισπράττω

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ει-σπράτ-τω

Morphology

εισπράττω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεισπράττωεισπράττουμε & εισπράττομε dial.
2ndεισπράττειςεισπράττετε
3rdεισπράττειεισπράττουν & εισπράττουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndείσπραττεεισπράττετε
Present-Participleεισπράττοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεισέπραξαεισπράξαμε
2ndεισέπραξεςεισπράξατε
3rdεισέπραξεεισέπραξαν & εισπράξαν oral. & εισπράξανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεισπράξωεισπράξουμε & εισπράξομε dial.
2ndεισπράξειςεισπράξετε
3rdεισπράξειεισπράξουν & εισπράξουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndείσπραξεεισπράξετε & εισπράξτε
Simple past-Infinitiveεισπράξει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεισέπρατταεισπράτταμε
2ndεισέπραττεςεισπράττατε
3rdεισέπραττεεισέπρατταν & εισπράτταν oral. & εισπράττανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stεισπράττομαιεισπραττόμαστε
2ndεισπράττεσαιεισπράττεστε & εισπραττόσαστε oral.
3rdεισπράττεταιεισπράττονται
Present-Imperative
Plural
2ndεισπράττεστε
Present-Participleεισπραττόμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stεισπράχτηκα & εισπράχθηκα learn. εισπραχτήκαμε & εισπραχθήκαμε learn.
2ndεισπράχτηκες & εισπράχθηκες learn. εισπραχτήκατε & εισπραχθήκατε learn.
3rdεισπράχτηκε & εισπράχθηκε learn. εισπράχτηκαν & εισπράχθηκαν learn. & εισπραχθήκανε learn. & εισπραχτήκαν oral. & εισπραχτήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stεισπραχτώ & εισπραχθώ learn. εισπραχτούμε & εισπραχθούμε learn.
2ndεισπραχτείς & εισπραχθείς learn. εισπραχτείτε & εισπραχθείτε learn.
3rdεισπραχτεί & εισπραχθεί learn. εισπραχτούν & εισπραχθούν learn. & εισπραχθούνε learn. & εισπραχτούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndεισπράξουεισπραχτείτε & εισπραχθείτε learn.
Simple past-Infinitiveεισπραχτεί & εισπραχθεί learn.
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stεισπραττόμουν & εισπραττόμουνα oral. εισπραττόμασταν & εισπραττόμαστε
2ndεισπραττόσουν & εισπραττόσουνα oral. εισπραττόσασταν & εισπραττόσαστε oral.
3rdεισπραττόταν & εισπραττότανε oral. εισπράττονταν & εισπραττόντανε oral. & εισπραττόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleεισπραγμένος

Synonyms - Antonyms

εισπράττω v. learn

  1. Aπληρώνω1: Εισπράττει ενοίκιο.
  2. Sδέχομαι1, γίνομαι αποδέκτης: Εισέπραξε αρνητικά σχόλια.

Προθήματα - Επιθήματα

εισ- [is]

εισ- [iz] πριν από /β/, /γ/, /δ/, /μ/, /ν/
είσ- [ís] ή [íz] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εις.

1. Προς τα μέσα

Το εισ- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι κινείται προς τα μέσα ή μπαίνει κάπου (συνήθως σε κλειστό ή μικρότερο χώρο). Για παράδειγμα, όταν εισερχόμαστε σε ένα χώρο μπαίνουμε μέσα, ενώ κατά την εισπνοή ο αέρας μπαίνει στα πνευμόνια μας.

εισαγωγή

εισαγωγικός, -ή, -ό

εισάγω

εισβολέας

εισηγητικός, -ή, -ό

εισβάλλω

εισβολή

εισπρακτικός, -ή, -ό

εισέρχομαι

εισιτήριο

εισορμώ

εισόδημα

εισπνέω

εισοδηματίας

εισπράττω

είσοδος

εισρέω

εισπνοή

εισφέρω

εισπράκτορας

εισχωρώ

είσπραξη

εισροή

εισφορά

ΑΝΤ Για λέξεις με την αντίθετη σημασία βλ. εκ-* (π.χ. εισέρχομαιεξέρχομαι, εισπνοήεκπνοή).

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν κίνηση προς ένα συγκεκριμένο σημείο ή μία κατεύθυνση βλ. προσ-*.


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.