Lexiscope: εικοσαετής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ει-κο-σα-ε-τής

Morphology

εικοσαετής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεικοσαετήςοιεικοσαετείς
Genitiveτουεικοσαετούςτωνεικοσαετών
Accusativeτονεικοσαετήτουςεικοσαετείς
Vocative εικοσαετή & εικοσαετής εικοσαετείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεικοσαετήςοιεικοσαετείς
Genitiveτηςεικοσαετούςτωνεικοσαετών
Accusativeτηνεικοσαετήτιςεικοσαετείς
Vocative εικοσαετή & εικοσαετής εικοσαετείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεικοσαετέςταεικοσαετή
Genitiveτουεικοσαετούςτωνεικοσαετών
Accusativeτοεικοσαετέςταεικοσαετή
Vocative εικοσαετές εικοσαετή

Synonyms - Antonyms

εικοσαετής adj.

Sεικοσάχρονος

Προθήματα - Επιθήματα

-ετ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ετ- αναφέρονται σε χρονική διάρκεια.Το συστατικό -ετ- προέρχεται από το ουσιαστικό έτος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-ετηρίδα [etiríδa]

Αναφέρεται σε επέτειο ορισμένου αριθμού ετών. Για παράδειγμα, η εικοσαετηρίδα είναι η συμπλήρωση είκοσι ετών από ένα γεγονός.

δεκαετηρίδα, εικοσαετηρίδα, εκατονταετηρίδα, πεντηκονταετηρίδα, τριακονταετηρίδα, χιλιετηρίδα

-ετία [etía]

Αναφέρεται σε χρονική διάρκεια ορισμένου αριθμού ετών. Για παράδειγμα, μια δεκαετία είναι χρονικό διάστημα δέκα ετών· η τριακονταετία είναι χρονικό διάστημα τριάντα ετών.

δεκαετία, δεκαπενταετία, διετία, εικοσαετία, εκατονταετία, πεντηκονταετία, πολυετία, τετραετία, τριακονταετία, χιλιετία

Επίθετα

-ετής [etís], -ετής, -ετές

Για παράδειγμα, ένας εικοσαετής πόλεμος διαρκεί είκοσι χρόνια· μια δευτεροετής φοιτήτρια βρίσκεται στο δεύτερο έτος των σπουδών της.

δεκαετής, δεκαπενταετής, δευτεροετής, δωδεκαετής, εικοσαετής, εξαετής, εξηκονταετής, μακροετής, μονοετής, ολιγοετής, πεντηκονταετής, πολυετής, πρωτοετής, τριετής

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.