Lexiscope: εγωπαθής

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ε-γω-πα-θής

Morphology

εγωπαθής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεγωπαθήςοιεγωπαθείς
Genitiveτουεγωπαθούςτωνεγωπαθών
Accusativeτονεγωπαθήτουςεγωπαθείς
Vocative εγωπαθή & εγωπαθής εγωπαθείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεγωπαθήςοιεγωπαθείς
Genitiveτηςεγωπαθούςτωνεγωπαθών
Accusativeτηνεγωπαθήτιςεγωπαθείς
Vocative εγωπαθή & εγωπαθής εγωπαθείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεγωπαθέςταεγωπαθή
Genitiveτουεγωπαθούςτωνεγωπαθών
Accusativeτοεγωπαθέςταεγωπαθή
Vocative εγωπαθές εγωπαθή

εγωπαθέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεγωπαθέστεροςοιεγωπαθέστεροι
Genitiveτουεγωπαθέστερουτωνεγωπαθέστερων
Accusativeτονεγωπαθέστεροτουςεγωπαθέστερους
Vocative εγωπαθέστερε εγωπαθέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεγωπαθέστερηοιεγωπαθέστερες
Genitiveτηςεγωπαθέστερηςτωνεγωπαθέστερων
Accusativeτηνεγωπαθέστερητιςεγωπαθέστερες
Vocative εγωπαθέστερη εγωπαθέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεγωπαθέστεροταεγωπαθέστερα
Genitiveτουεγωπαθέστερουτωνεγωπαθέστερων
Accusativeτοεγωπαθέστεροταεγωπαθέστερα
Vocative εγωπαθέστερο εγωπαθέστερα

εγωπαθέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεγωπαθέστατοςοιεγωπαθέστατοι
Genitiveτουεγωπαθέστατουτωνεγωπαθέστατων
Accusativeτονεγωπαθέστατοτουςεγωπαθέστατους
Vocative εγωπαθέστατε εγωπαθέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεγωπαθέστατηοιεγωπαθέστατες
Genitiveτηςεγωπαθέστατηςτωνεγωπαθέστατων
Accusativeτηνεγωπαθέστατητιςεγωπαθέστατες
Vocative εγωπαθέστατη εγωπαθέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεγωπαθέστατοταεγωπαθέστατα
Genitiveτουεγωπαθέστατουτωνεγωπαθέστατων
Accusativeτοεγωπαθέστατοταεγωπαθέστατα
Vocative εγωπαθέστατο εγωπαθέστατα

Synonyms - Antonyms

εγωπαθής adj.

Sεγωκεντρικός, εγωιστικός

Προθήματα - Επιθήματα

-παθ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -παθ- αναφέρονται σε μια κατάσταση κατά την οποία κάποιος παθαίνει κάτι ή δέχεται την επίδραση κάποιου πράγματος.Το συστατικό -παθ- προέρχεται από το ουσιαστικό πάθος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-παθώ [paθó]

Για παράδειγμα, δεινοπαθεί κανείς όταν υποφέρει διάφορα δεινά, όταν υφίσταται μεγάλες ταλαιπωρίες.

αναξιοπαθώ, αντιπαθώ, δεινοπαθώ, κακοπαθώ, προσπαθώ, συμπαθώ

Ουσιαστικά

-πάθεια [páθia]

Για παράδειγμα, η ηττοπάθεια είναι η στάση του ανθρώπου που φοβάται εκ των προτέρων ότι θα υποστεί ήττα.

αλληλοπάθεια (γραμμ.), αντιπάθεια, απάθεια, αυτοπάθεια (γραμμ.), εγωπάθεια, εμπάθεια, ευπάθεια, ηδυπάθεια, ηττοπάθεια, μυστικοπάθεια, συμπάθεια, τηλεπάθεια, ωραιοπάθεια

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, τα ουσιαστικά σε -πάθεια αποτελούν γενική ονομασία παθήσεων που πλήττουν κάποιο μέλος του σώματος. Για παράδειγμα, καρδιοπάθεια ονομάζεται κάθε πάθηση της καρδιάς· η νευροπάθεια είναι κάθε μορφή διαταραχής του νευρικού συστήματος.

αγγειοπάθεια, αδενοπάθεια, αρθροπάθεια, αρτηριοπάθεια, δερματοπάθεια, δισκοπάθεια, εμβρυοπάθεια, καρδιοπάθεια, καρκινοπάθεια, μαστοπάθεια, μυελοπάθεια, μυοπάθεια, νευροπάθεια, νεφροπάθεια, φρενοπάθεια, ψυχοπάθεια

Επίθετα

-παθής [paθís], -παθής, -παθές

Για παράδειγμα, ο εγωπαθής είναι υπερβολικά και παθολογικά εγωιστής· μια σεισμοπαθής περιοχή πλήττεται συχνά από σεισμούς.

απαθής, εγωπαθής, ευπαθής, ηδυπαθής, καρκινοπαθής, μετριοπαθής, μυστικοπαθής, ομοιοπαθής, περιπαθής, πλημμυροπαθής, πολεμοπαθής, πυροπαθής, σεισμοπαθής, συμπαθής, ψυχοπαθής, ωραιοπαθής

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα συνηθίζονται ως ουσιαστικά (π.χ. καρκινοπαθής, σεισμοπαθής, ψυχοπαθής).

-παθητικός [paθitikós], -παθητική, -παθητικό

Για παράδειγμα, όταν κάποιος είναι αντιπαθητικός προκαλεί στους άλλους αντιπάθεια.

αντιπαθητικός, ομοιοπαθητικός, συμπαθητικός, τηλεπαθητικός

-παθος [paθos], -παθη, -παθο

Για παράδειγμα, ένας πολύπαθος λαός έχει περάσει πολλές ταλαιπωρίες.

ερωτόπαθος, κακόπαθος, πολύπαθος

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.