Lexiscope: δικαιούχος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δι-και-ού-χος

Morphology

δικαιούχος n. masc.

SingularPlural
Nominativeοδικαιούχοςοιδικαιούχοι
Genitiveτουδικαιούχουτωνδικαιούχων
Accusativeτοδικαιούχοτουςδικαιούχους
Vocative δικαιούχε δικαιούχοι

Synonyms - Antonyms

δικαιούχος n.

Sδικαιούμενος

Προθήματα - Επιθήματα

-ουχ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -ουχ- αναφέρονται στην έννοια της κατοχής, της ιδιοκτησίας.Το συστατικό -ουχ- προέρχεται από το ρήμα έχω.Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-ουχία [ux̃ía]

Για παράδειγμα, η αλληλουχία φαινομένων είναι η διαδοχή τους σύμφωνα με ορισμένη σειρά, ενώ η γαλουχία είναι η περίοδος που μία μητέρα θηλάζει το νεογέννητο βρέφος της.

αλληλουχία, γαλουχία, κακουχία, κληρουχία

-ούχος [úxos] (θηλ. -ούχος και σπάνια -ούχα)

Για παράδειγμα, ο πτυχιούχος της Νομικής κατέχει πτυχίο στα νομικά, ενώ ο οικοπεδούχος είναι ο ιδιοκτήτης οικοπέδου.

αδειούχος, αριστούχος, γηπεδούχος, δικαιούχος, δισεκατομμυριούχος, εκατομμυριούχος, εξοδούχος, ευνούχος, κεφαλαιούχος, κυπελλούχος, λεωφορειούχος, οικοπεδούχος, περιπτερούχος, πηδαλιούχος, πολιούχος, πολυεκατομμυριούχος, πρατηριούχος, πτυχιούχος, συνταξιούχος

✔ Η λέξη ευνούχος περιέχει την αρχαία λέξη ευνή (= κρεβάτι) και σήμαινε το φύλακα των γυναικείων θαλάμων, ο οποίος είχε υποστεί αφαίρεση των γεννητικών αδένων.

Επίθετα

-ούχος [úxos], -ούχος/-ούχα, -ούχο

Για παράδειγμα, το ζαχαρούχο γάλα περιέχει ζάχαρη, ενώ τα αλκοολούχα ποτά περιέχουν αλκοόλ.

αεριούχος, αλκοολούχος, αμυλούχος, ανθρακούχος, βιταμινούχος, ζαχαρούχος, κορτιζονούχος, προνομιούχος, πρωτεϊνούχος, σοκολατούχος, τροπαιούχος

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.