Lexiscope: βραδυγλωσσία

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

βρα-δυ-γλωσ-σί-α

Morphology

βραδυγλωσσία n. fem.

SingularPlural
Nominativeηβραδυγλωσσίαοιβραδυγλωσσίες
Genitiveτηςβραδυγλωσσίαςτωνβραδυγλωσσιών
Accusativeτηβραδυγλωσσίατιςβραδυγλωσσίες
Vocative βραδυγλωσσία βραδυγλωσσίες

Προθήματα - Επιθήματα

-γλωσσ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γλωσσ- αναφέρονται στη γλώσσα ως σύστημα επικοινωνίας.Το συστατικό -γλωσσ- προέρχεται από το ουσιαστικό γλώσσα. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-γλωσσία [γlosía]

Για παράδειγμα, η διγλωσσία είναι η χρήση δύο διαφορετικών γλωσσών σε μια γεωγραφική περιοχή.

βραδυγλωσσία (ιατρ.), διγλωσσία, ετερογλωσσία, ιδιογλωσσία, ξενογλωσσία, ομογλωσσία, πολυγλωσσία, ταχυγλωσσία

-γλωσσιά [γlosi͜á]

Πρόκειται για λέξεις του καθημερινού λεξιλογίου. Για παράδειγμα, η κακογλωσσιά παραπέμπει σε κακόβουλα σχόλια και συζητήσεις.

βρομογλωσσιά (σπάνιο), κακογλωσσιά, μπερδεψογλωσσιά (σπάνιο)

Επίθετα

-γλωσσικός [γlosikós], -γλωσσική, -γλωσσικό

(γλωσς.) Για παράδειγμα, ενδογλωσσικό είναι ένα πρόβλημα που αφορά το ίδιο το γλωσσικό σύστημα και όχι εξωτερικούς παράγοντες.

ενδογλωσσικός, εξωγλωσσικός, μεταγλωσσικός, παραγλωσσικός

-γλώσσιος [γlósios], -γλώσσια, -γλώσσιο (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, το υπογλώσσιο χάπι το βάζουμε κάτω από τη γλώσσα και το αφήνουμε να διαλυθεί.

υπογλώσσιος

-γλωσσος [γlosos], -γλωσση, -γλωσσο

Για παράδειγμα, σε μια πολύγλωσση κοινωνία μιλιούνται πολλές διαφορετικές γλώσσες· όταν κανείς κάνει ένα πικρόγλωσσο σχόλιο για κάτι, το σχολιάζει με πικρό τρόπο.

αλλόγλωσσος, βραδύγλωσσος, γλυκόγλωσσος, δίγλωσσος, ελληνόγλωσσος, κακόγλωσσος, μονόγλωσσος, ξενόγλωσσος, ομόγλωσσος, πικρόγλωσσος, πολύγλωσσος, ταχύγλωσσος, φαρμακόγλωσσος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. ελληνόγλωσσος, φαρμακόγλωσσος).


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.