Lexiscope: αυτοκινητοδρόμιο

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αυ-το-κι-νη-το-δρό-μι-ο

Morphology

αυτοκινητοδρόμιο n. neut.

SingularPlural
Nominativeτοαυτοκινητοδρόμιοτααυτοκινητοδρόμια
Genitiveτουαυτοκινητοδρόμιου & αυτοκινητοδρομίου learn. τωναυτοκινητοδρόμιων & αυτοκινητοδρομίων learn.
Accusativeτοαυτοκινητοδρόμιοτααυτοκινητοδρόμια
Vocative αυτοκινητοδρόμιο αυτοκινητοδρόμια

Προθήματα - Επιθήματα

αυτο- [afto]

αυτό- [aftó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αυτ- [aft] πριν από φωνήεν
αυθ- [afθ] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την αντωνυμία αυτός.

1. Αυτοπάθεια

Το αυτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάποιος κάνει κάτι στον ίδιο του τον εαυτό. Για παράδειγμα, όταν κάποιος αυτοσυντηρείται συντηρεί τον εαυτό του με τα δικά του μέσα, ενώ όταν κάποιος έχει αυτογνωσία γνωρίζει καλά τον εαυτό του, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του, τα προτερήματα και τα ελαττώματά του.

αυθυποβολή

αυτοβιογραφικός, -ή, -ό

αυτοαποκαλούμαι

αυταπάρνηση

αυτοδιοικητικός, -ή, -ό

αυτοδιοικούμαι

αυταπάτη

αυτοκαταστροφικός, -ή, -ό

αυτοεξυπηρετούμαι

αυτοάμυνα

αυτοκτονικός, -ή, -ό

αυτοϊκανοποιούμαι

αυτοβιογραφία

αυτοσαρκαστικός, -ή, -ό

αυτοκαταστρέφομαι

αυτογνωσία

αυτοκατηγορούμαι

αυτοδιοίκηση

αυτοκτονώ

αυτοέλεγχος

αυτοπαρουσιάζομαι

αυτοεπιβολή

αυτοπροβάλλομαι

αυτοκαταστροφή

αυτοπυρπολούμαι

αυτοκριτική

αυτοσαρκάζομαι

αυτοκτονία

αυτοσυγκεντρώνομαι

αυτολύπηση

αυτοσυντηρούμαι

αυτοπεποίθηση

αυτοπροβολή

αυτοπροστασία

αυτοπροσωπογραφία

αυτοσαρκασμός

αυτοσεβασμός

αυτοσυγκράτηση

✔ Τα ρήματα που σχηματίζονται με το αυτο- είναι πάντα στην παθητική φωνή (με εξαίρεση το αυτοκτονώ).

2. Χωρίς τη βοήθεια άλλου

Το αυτο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι υπάρχει ή δημιουργείται από μόνο του, χωρίς εξωτερική βοήθεια ή παρέμβαση και χωρίς να συνδέεται με κάτι άλλο ή να εξαρτάται από αυτό. Για παράδειγμα, ο αυθύπαρκτος υπάρχει από μόνος του, ενώ σε μία τηλεοπτική σειρά με αυτοτελή επεισόδια κάθε ιστορία ολοκληρώνεται σε ένα επεισόδιο και δε συνεχίζεται στο επόμενο.

αυτοαπασχόληση

αυθύπαρκτος, -η, -ο

αυτοαπασχολούμενος

αυτοδύναμος, -η, -ο

αυτονομία

αυτοκέφαλος, -η, -ο

αυτοτέλεια

αυτόνομος, -η, -ο

αυτουργία

αυτοτελής, -ής, -ές

αυτουργός

αυτοφυής, -ής, -ές

αυτόχειρας

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Σε κάποιες περιπτώσεις, το αυτο- συνδυάζεται με ρηματικά επίθετα για να δηλώσει ότι η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος προήλθε αποκλειστικά από τη δική του θέληση ή προσπάθεια. Για παράδειγμα, ο αυτοδίδακτος έχει διδαχθεί κάτι μόνος του χωρίς τη βοήθεια άλλου, ενώ ο αυτοεξόριστος έχει εξοριστεί με τη δική του θέληση σε ξένη χώρα.

αυτοδημιούργητος, -η, -ο, αυτοδίδακτος, -η, -ο, αυτοεξόριστος, -η, -ο, αυτοκίνητος, -η, -ο, αυτόκλητος, -η, -ο, αυτοκόλλητος, -η, -ο, αυτοσυντήρητος, -η, -ο

ΑΝΤ Κάποιες λέξεις με αυτο- σε αυτή τη σημασία σχηματίζουν αντίθετα με ετερο-* (π.χ. αυτόφωτοςετερόφωτος).

-κινη-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -κινη- αναφέρονται στον τρόπο κίνησης ενός σώματος.Το συστατικό -κινη- προέρχεται από το ρήμα κινώ. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-κινησία [k̃inisía]

Για παράδειγμα, η ακινησία είναι η έλλειψη κίνησης, η δυσκινησία είναι η δυσκολία στην κίνηση.

αεικινησία, ακινησία, δυσκινησία, ευκινησία, ευσυγκινησία, τηλεκινησία, υπερκινησία (ιατρ.), υποκινησία (ιατρ.)

Επίθετα

-κινητικός [k̃initikós], -κινητική, -κινητικό

Για παράδειγμα, ο υπερκινητικός παρουσιάζει υπερβολική κινητικότητα.

αισθητικοκινητικός, αυτοκινητικός, μουσικοκινητικός, οπτικοκινητικός, παρακινητικός (< παρακινώ), συγκινητικός (< συγκινώ), υπερκινητικός, υποκινητικός (< υποκινώ), ψυχοκινητικός

✔ Το επίθετο αυτοκινητικός αναφέρεται στο αυτοκίνητο (π.χ. αυτοκινητικό δυστύχημα) και το επίθετο αυτοκινητιστικός αναφέρεται στον αυτοκινητιστή (π.χ. αυτοκινητιστική λέσχη). Στην καθημερινή γλωσσική πρακτική όμως έχει επικρατήσει η φράση αυτοκινητιστικό ατύχημα/δυστύχημα.

-κίνητος [k̃ínitos], -κίνητη, -κίνητο

Για παράδειγμα, ο γοργοκίνητος κινείται γρήγορα (γοργά), ενώ ο υδροκίνητος κινείται με τη δύναμη του νερού.

αεικίνητος, ακίνητος, αμετακίνητος, αργοκίνητος, ασυγκίνητος, ατμοκίνητος, αυτοκίνητος, βενζινοκίνητος, ετεροκίνητος, ευκίνητος, ευσυγκίνητος, μηχανοκίνητος, ντιζελοκίνητος, πετρελαιοκίνητος, πυραυλοκίνητος, υγραεριοκίνητος, χειροκίνητος

✔ Από αυτά τα επίθετα το αυτοκίνητο συνηθίζεται ως ουσιαστικό.

-δρομ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δρομ- αναφέρονται στην κάλυψη μιας απόστασης είτε με τα πόδια είτε με όχημα.Το συστατικό -δρομ- προέρχεται από το ουσιαστικό δρόμος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-δρομώ [δromó]

Για παράδειγμα, κανείς λοξοδρομεί όταν βγαίνει από την ευθεία πορεία και κινείται προς τα πλάγια και παγοδρομεί όταν κινείται γλιστρώντας πάνω σε επιφάνεια πάγου.

αλλαξοδρομώ, ιστιοδρομώ, λοξοδρομώ, οπισθοδρομώ, ορθοδρομώ, ουριοδρομώ, παγοδρομώ, παλινδρομώ, πελαγοδρομώ, πισωδρομώ, πλαγιοδρομώ, τροχοδρομώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Το ρήμα σταδιοδρομώ σήμαινε αρχικά «τρέχω μέσα στο στάδιο». Σήμερα η σημασία του είναι διαφορετική και δηλώνει ότι ακολουθώ ένα επάγγελμα, κάνω καριέρα σε κάποιον τομέα.

Τα ρήματα πεζοδρομώ και μονοδρομώ αναφέρονται στη μετατροπή ενός δρόμου σε πεζόδρομο ή μονόδρομο αντίστοιχα.

Ουσιαστικά

-δρόμηση [δrómisi]

Για παράδειγμα, η πεζοδρόμηση ενός δρόμου είναι η μετατροπή του σε πεζόδρομο.

λοξοδρόμηση, μονοδρόμηση, οπισθοδρόμηση, ορθοδρόμηση, παλινδρόμηση, πεζοδρόμηση, πελαγοδρόμηση, ταχυδρόμηση, τροχοδρόμηση

-δρομία [δromía]

Για παράδειγμα, η ποδηλατοδρομία είναι αθλητικός αγώνας ταχύτητας με ποδήλατα· στη λαμπαδηδρομία οι δρομείς τρέχουν με αναμμένες δάδες.

αρματοδρομία, αυτοκινητοδρομία, ιπποδρομία, ιστιοδρομία, κυνοδρομία, λαμπαδηδρομία, παγοδρομία, πεζοδρομία, ποδηλατοδρομία, σκυταλοδρομία, σταδιοδρομία, χιονοδρομία

-δρόμιο [δrómio]

Για παράδειγμα, το παγοδρόμιο είναι ο χώρος όπου γίνονται οι παγοδρομίες· το αεροδρόμιο είναι ο ειδικός χώρος για την προσγείωση και απογείωση των αεροπλάνων.

αεροδρόμιο, αυτοκινητοδρόμιο, ελικοδρόμιο, ιπποδρόμιο, κοσμοδρόμιο, παγοδρόμιο, πεζοδρόμιο, ποδηλατοδρόμιο, χιονοδρόμιο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το εορτοδρόμιο είναι εκκλησιαστικό βιβλίο που περιλαμβάνει τα κείμενα που διαβάζονται σε κάθε γιορτή του έτους.

-δρομος [δromos]

Για παράδειγμα, πεζόδρομος είναι ο δρόμος που είναι αποκλειστικά για πεζούς· ο ασφαλτόδρομος είναι ο δρόμος που είναι στρωμένος με άσφαλτο.

αεροδιάδρομος, αμαξόδρομος, αυτοκινητόδρομος, διάδρομος, ιππόδρομος, καρόδρομος, κατσικόδρομος, λεωφορειόδρομος, μονόδρομος, παράδρομος, πεζόδρομος, ποδαρόδρομος, ποδηλατόδρομος, σιδηρόδρομος, χωματόδρομος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ο πρόδρομος είναι ο πρωτοπόρος, αυτός που ανοίγει το δρόμο για κάτι σημαντικό. Ως κύριο όνομα, Πρόδρομος, αναφέρεται στον Ιωάννη το Βαπτιστή.

✔ Ιδιαίτερη σημασία έχει η λέξη περίδρομος, η οποία δηλώνει τον πόνο στα έντερα ή στο στομάχι. Η λέξη απαντά κυρίως στη φράση τρώω τον περίδρομο (= τρώω πάρα πολύ).

-δρόμος [δrómos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, ο μαραθωνοδρόμος είναι ο αθλητής που τρέχει στο μαραθώνιο· ο ταχυδρόμος είναι ο υπάλληλος του ταχυδρομείου που διανέμει τα γράμματα.

αρματοδρόμος, θαλασσοδρόμος, ιστιοδρόμος, λαμπαδηδρόμος, μαραθωνοδρόμος, παγοδρόμος, ποδηλατοδρόμος, σκυταλοδρόμος, ταχυδρόμος, χιονοδρόμος

Επίθετα

-δρομικός [δromikós], -δρομική, -δρομικό

Για παράδειγμα, το χιονοδρομικό κέντρο σχετίζεται με τη χιονοδρομία· ο σιδηροδρομικός σταθμός σχετίζεται με το σιδηρόδρομο.

αεροδρομικός, αναδρομικός, εκδρομικός, ιπποδρομικός, ιστιοδρομικός, καταδρομικός, λοξοδρομικός, οπισθοδρομικός, παγοδρομικός, παλινδρομικός, σιδηροδρομικός, ταχυδρομικός, χιονοδρομικός

-δρομος [δromos], -δρομη, -δρομο

Για παράδειγμα, μία αμφίδρομη κίνηση πραγματοποιείται προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις.

αμφίδρομος, ανάδρομος, παλίνδρομος, πρόδρομος (ιατρ., κυρίως στη φράση πρόδρομα φαινόμενα)

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.