Lexiscope: αρχέγονα

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αρ-χέ-γο-να

Morphology

αρχέγονα adv.


αρχέγονος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαρχέγονοςοιαρχέγονοι
Genitiveτουαρχέγονουτωναρχέγονων
Accusativeτοναρχέγονοτουςαρχέγονους
Vocative αρχέγονε αρχέγονοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαρχέγονηοιαρχέγονες
Genitiveτηςαρχέγονηςτωναρχέγονων
Accusativeτηναρχέγονητιςαρχέγονες
Vocative αρχέγονη αρχέγονες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαρχέγονοτααρχέγονα
Genitiveτουαρχέγονουτωναρχέγονων
Accusativeτοαρχέγονοτααρχέγονα
Vocative αρχέγονο αρχέγονα

Synonyms - Antonyms

αρχέγονος adj.

  1. Sπρωτόγονος: αρχέγονοι λαοί / αρχέγονοι πολιτισμοί
  2. Sπανάρχαιος: τα αρχέγονα σπέρματα της κωμωδίας

Προθήματα - Επιθήματα

αρχι- [arxi]

αρχ- [arx] πριν από [i]
αρχε- [arxe] και αρχέ- [arxé] μόνο με την τρίτη σημασία

Προέρχεται από το αρχαίο αʹ συνθετικό αρχι- από τη ρίζα του ρήματος άρχω (= κυβερνάω).

1. Ανώτερος βαθμός σε ιεραρχία

Το αρχι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν αυτόν που κατέχει την πρώτη θέση σε μια κλίμακα εξουσίας ή ιεραρχίας ή είναι επικεφαλής μιας ομάδας. Για παράδειγμα, ο αρχίατρος είναι ο γιατρός που έχει την ανώτερη θέση ανάμεσα σε άλλους γιατρούς σε ένα νοσοκομείο.

αρχίατρος, αρχιγραμματέας, αρχιδιάκονος, αρχικτηνίατρος, αρχιλογιστής (θηλ. -ίστρια), αρχιλοχίας, αρχιμάγειρας (θηλ. -ισσα), αρχιμανδρίτης, αρχιμηχανικός, αρχιμουσικός, αρχιπλοίαρχος, αρχιστράτηγος, αρχισυντάκτης (θηλ. -τρια), αρχιφύλακας

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Στον καθημερινό λόγο, λέξεις με το αρχι- δηλώνουν ειρωνικά ότι ένα πρόσωπο έχει μια αρνητική ιδιότητα σε πολύ μεγάλο βαθμό. Για παράδειγμα, ο αρχιτεμπέλης είναι ο πάρα πολύ τεμπέλης.

αρχικλέφτης, αρχιληστής, αρχιμαφιόζος, αρχιτεμπέλης, αρχιψεύτης

2. Πρώτη μέρα

Το αρχι- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν την πρώτη μέρα κάποιου χρονικού διαστήματος. Για παράδειγμα, η αρχιμηνιά είναι η πρώτη μέρα του μήνα.

αρχιμηνιά, αρχιχρονιά

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. πρωτο-* (π.χ. αρχιμηνιά - πρωτομηνιά).

3. Αρχική κατάσταση

Σε παλιότερους σχηματισμούς, το αρχι- (συνήθως αρχέ-) δηλώνει ότι κάτι είναι αρχικό, πρώτο ή πρωτοτυπικό. Για παράδειγμα, ο αρχέγονος είναι αυτός που υπάρχει από την αρχή της δημιουργίας.

αρχεγονία

αρχέγονος, -η, -ο

αρχέτυπο

αρχετυπικός, -ή, -ό

αρχέτυπος, -η, -ο

-γον-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γον- αναφέρονται στη δημιουργία κάποιου πράγματος ή φαινομένου.Το συστατικό -γον- προέρχεται από το αρχαίο ρήμα γίγνομαι (= γίνομαι) (πρβ. γόνος). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-γονώ [γonó]

Για παράδειγμα, το φως του ήλιου ζωογονεί τη φύση, δηλαδή της δίνει ζωή.

αναζωογονώ, ζωογονώ, παιδογονώ (σπάνιο), τεκνογονώ (σπάνιο)

Ουσιαστικά

-γόνηση [γónisi] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, η αναζωογόνηση είναι η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναζωογονώ.

αναζωογόνηση, ζωογόνηση

-γονία [γonía]

Για παράδειγμα, η κοσμογονία είναι η δημιουργία του κόσμου, του σύμπαντος.

ανθρωπογονία, αρχεγονία, βιογονία, εμβρυογονία, ευγονία, ζωογονία, θεογονία, κοσμογονία, οντογονία, παιδογονία, τεκνογονία, φυλογονία, ωογονία

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γένεση*.

-γόνο [γóno]

(επιστημ.) Πρόκειται για λέξεις της βιολογίας και της χημείας.

αλογόνο (χημ.), αντιγόνο (βιολ.), γλυκογόνο (βιολ.), κολλαγόνο (βιολ.), οξυγόνο (χημ.), υδρογόνο (χημ.)

-γονος [γonos]

Για παράδειγμα, οι πρόγονοί μας είναι αυτοί που έζησαν πριν από μας και από τους οποίους καταγόμαστε.

απόγονος, επίγονος, πρόγονος

Επίθετα

-γονικός [γonikós], -γονική, -γονικό

Για παράδειγμα, το πατρογονικό σπίτι είναι το σπίτι που ανήκει στους γονείς, στην οικογένεια.

ανθρωπογονικός, ευγονικός, κοσμογονικός, μονογονικός (και συχνότερα μονογονεϊκός), πατρογονικός, προγονικός, υδρογονικός (χημ.)

-γονος [γonos], -γονη, -γονο

Για παράδειγμα, αρχέγονο φως είναι το πρώτο φως, το φως που αναφέρεται στην αρχή της δημιουργίας του σύμπαντος.

άγονος, αρχέγονος, πρωτόγονος

-γόνος [γónos], -γόνος/-γόνα, -γόνο

Για παράδειγμα, καρκινογόνα είναι η ουσία που μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.

αλλεργιογόνος, αναισθησιογόνος, ανδρογόνος, ασφυξιογόνος, βλεννογόνος, δακρυγόνος, ερωτογόνος, ζημιογόνος, καπνογόνος, καρκινογόνος, ογκογόνος, παθογόνος, παραισθησιογόνος, ρυπογόνος, σιελογόνος, σμηγματογόνος, στρεσογόνος

⇨ Από την ίδια ρίζα έχει σχηματιστεί και το βʹ συστατικό -γενής*.


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.