Lexiscope: απόμαχος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πό-μα-χος

Morphology

απόμαχος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαπόμαχοςοιαπόμαχοι
Genitiveτουαπόμαχουτωναπόμαχων
Accusativeτοναπόμαχοτουςαπόμαχους
Vocative απόμαχε απόμαχοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαπόμαχηοιαπόμαχες
Genitiveτηςαπόμαχηςτωναπόμαχων
Accusativeτηναπόμαχητιςαπόμαχες
Vocative απόμαχη απόμαχες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαπόμαχοτααπόμαχα
Genitiveτουαπόμαχουτωναπόμαχων
Accusativeτοαπόμαχοτααπόμαχα
Vocative απόμαχο απόμαχα

απόμαχος n. masc.

SingularPlural
Nominativeοαπόμαχοςοιαπόμαχοι
Genitiveτουαπόμαχου & απομάχου learn. τωναπόμαχων & απομάχων learn.
Accusativeτοναπόμαχοτουςαπόμαχους & απομάχους learn.
Vocative απόμαχε απόμαχοι

Synonyms - Antonyms

απόμαχος n.

Sαπόστρατος2

Προθήματα - Επιθήματα

απο- [apo]

από- [apó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
απ- [ap] πριν από φωνήεν
αφ- [af] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση από.

1. Απομάκρυνση, αποχή, αφαίρεση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αφαιρείται ή απομακρύνεται από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, όταν κάνουμε αποτρίχωση αφαιρούμε τις τρίχες από κάποιο μέρος του σώματος· όταν κάποιος αποβιώνει φεύγει από τη ζωή· όταν κάνουμε απεργία απέχουμε από την εργασία μας (δηλ. δε δουλεύουμε).

απεργία

απόδημος, -η, -ο

απασφαλίζω

απογαλακτισμός

αποκεντρωτικός, -ή, -ό

απογειώνω

απογείωση

απότακτος, -η, -ο

αποδεσμεύω

αποδέσμευση

αποτριχωτικός, -ή, -ό

αποκεφαλίζω

αποθηλασμός

αφοπλιστικός, -ή, -ό

απολυμαίνω

αποκέντρωση

απονευρώνω

αποκεφαλισμός

αποτριχώνω

απολέπιση

αποφλοιώνω

απολύμανση

αποφοιτώ

απολυτήριο

αποχωρώ

απονεύρωση

αφαλατώνω

απορρυπαντικό

αφοπλίζω

αποσμητικό

αφυδατώνω

αποτοξίνωση

αποτρίχωση

αποφοίτηση

αποχώρηση

αφοπλισμός

2. Αντίθεση, έλλειψη, στέρηση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή ένα γεγονός ακυρώνεται ή αντιστρέφεται. Για παράδειγμα, η απαισιοδοξία είναι η έλλειψη αισιοδοξίας· όταν ένας οργανισμός αποδυναμώνεται χάνει τις δυνάμεις του.

απαισιοδοξία

απεξαρτημένος, -η, -ο

απογοητεύω

απεξάρτηση

απογοητευτικός, -ή, -ό

αποδιοργανώνω

απογοήτευση

αποθαρρυντικός, -ή, -ό

αποδυναμώνω

αποδιοργάνωση

αποκαλυπτήριος, -α, -ο

αποθαρρύνω

αποθάρρυνση

αποκαλυπτικός, -ή, -ό

αποκαλύπτω

αποκάλυψη

αποκωδικοποιώ

αποκωδικοποίηση

απομαγνητοφωνώ

αποκωδικοποιητής

απομυθοποιώ

απομαγνητοφώνηση

αποπροσανατολίζω

απομυθοποίηση

αποποινικοποίηση

αποπροσανατολισμός

3. Ολοκλήρωση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το τέλος μιας διαδικασίας η οποία συνήθως έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία. Για παράδειγμα, όταν αποφοιτούμε από μια σχολή ολοκληρώνουμε τη φοίτησή μας μετά από έναν κύκλο σπουδών, ενώ η αποθεραπεία είναι το τελικό στάδιο μιας θεραπείας με στόχο την πλήρη αποκατάσταση.

αποθεραπεία

αποθεραπεύω

αποκορύφωμα

αποκορυφώνεται

αποκορύφωση

αποπερατώνω

αποπεράτωση

αποτελειώνω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ουσιαστικά με το απο- δηλώνουν αυτό που μένει μετά την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.

αποκαΐδι, απομεινάρι, αποτσίγαρο, αποφάγια

4. Απόκτηση ιδιότητας

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποκτά μια ιδιότητα που δεν είχε πριν. Για παράδειγμα, όταν ένας λαός απελευθερώνεται αποκτά την ελευθερία του μετά από μια περίοδο ξένης κατοχής, ενώ η απανθράκωση ενός υλικού είναι η μετατροπή του σε κάρβουνο (άνθρακα) με τη χρήση της φωτιάς.

απανθράκωση

απαθανατίζω

απολίθωμα

απελευθερώνω

αποξένωση

αποβλακώνω

αποσαφήνιση

απογυμνώνω

αποστείρωση

αποκρυσταλλώνω

απολιθώνω

αποξενώνω

αποξηραίνω

αποστειρώνω

-μαχ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -μαχ- αναφέρονται στον πόλεμο.Το συστατικό -μαχ- προέρχεται από το ρήμα μάχομαι. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-μαχάω [maxáo] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, αγκομαχάει κάποιος όταν αγωνίζεται να ανασάνει, όταν ανασαίνει με δυσκολία.

αγκομαχάω/-ώ, ψυχομαχάω/-ώ

-μαχώ [maxó]

Για παράδειγμα, δύο άνθρωποι λογομαχούν όταν τσακώνονται ανταλλάσσοντας έντονα λόγια, ενώ συμμαχούν όταν συνεργάζονται για την αντιμετώπιση ενός κοινού αντιπάλου.

αερομαχώ (σπάνιο), αψιμαχώ, θαλασσομαχώ (σπάνιο), κονταρομαχώ, λογομαχώ, μονομαχώ, ναυμαχώ, ξιφομαχώ, πυγμαχώ, συμμαχώ, φυγομαχώ

Ουσιαστικά

-μαχία [max̃ía]

Για παράδειγμα, η ναυμαχία είναι η μάχη στη θάλασσα ανάμεσα σε δύο πλοία ή σε δύο στόλους.

αερομαχία, αυγομαχία, αψιμαχία, δρακοντομαχία, εικονομαχία, θαλασσομαχία, θηριομαχία, κοκορομαχία, κυνομαχία, λογομαχία, μονομαχία, ναυμαχία, ξιφομαχία, οδομαχία, οπλομαχία, σκυλομαχία, συμμαχία, ταυρομαχία, τηλεμαχία (= τηλεοπτική αναμέτρηση πολιτικών αρχηγών πριν από εκλογές), τιτανομαχία

-μάχος [máxos]

Για παράδειγμα, ο ταυρομάχος αγωνίζεται με τον ταύρο στην αρένα, ενώ ο μακεδονομάχος πήρε μέρος στο μακεδονικό αγώνα.

αρματομάχος (σπάνιο), εικονομάχος, ελληνομάχος, θαλασσομάχος, μακεδονομάχος, μονομάχος, οπλομάχος, σαλαμινομάχος, ταυρομάχος

Επίθετα

-μαχικός [max̃ikós], -μαχική, -μαχικό

Για παράδειγμα, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο είναι το ταμείο ασφάλισης των ναυτικών, ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις είναι οι δυνάμεις των συμμάχων.

απομαχικός, εικονομαχικός, συμμαχικός

✔ Η λέξη πυρομαχικά είναι ουσιαστικό.

-μαχος [maxos], -μαχη, -μαχο

Για παράδειγμα, πυρίμαχο είναι το σκεύος από υλικό που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες.

αγχέμαχος, άμαχος, αξιόμαχος, απόμαχος, επίμαχος, παλαίμαχος, πυρίμαχος, σύμμαχος, υπέρμαχος, φιλόμαχος, φυγόμαχος

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.