Lexiscope: αποστειρωμένος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πο-στει-ρω-μέ-νος

Morphology

αποστειρωμένος pp. pass. pnp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαποστειρωμένοςοιαποστειρωμένοι
Genitiveτουαποστειρωμένουτωναποστειρωμένων
Accusativeτοναποστειρωμένοτουςαποστειρωμένους
Vocative αποστειρωμένε αποστειρωμένοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαποστειρωμένηοιαποστειρωμένες
Genitiveτηςαποστειρωμένηςτωναποστειρωμένων
Accusativeτηναποστειρωμένητιςαποστειρωμένες
Vocative αποστειρωμένη αποστειρωμένες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαποστειρωμένοτααποστειρωμένα
Genitiveτουαποστειρωμένουτωναποστειρωμένων
Accusativeτοαποστειρωμένοτααποστειρωμένα
Vocative αποστειρωμένο αποστειρωμένα

αποστειρώνω v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποστειρώνωαποστειρώνουμε & αποστειρώνομε dial.
2ndαποστειρώνειςαποστειρώνετε
3rdαποστειρώνειαποστειρώνουν & αποστειρώνουνε oral.
Present-Imperative
SingularPlural
2ndαποστείρωνεαποστειρώνετε
Present-Participleαποστειρώνοντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποστείρωσααποστειρώσαμε
2ndαποστείρωσεςαποστειρώσατε
3rdαποστείρωσεαποστείρωσαν
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποστειρώσωαποστειρώσουμε & αποστειρώσομε dial.
2ndαποστειρώσειςαποστειρώσετε
3rdαποστειρώσειαποστειρώσουν & αποστειρώσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποστείρωσεαποστειρώσετε & αποστειρώστε
Simple past-Infinitiveαποστειρώσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαποστείρωνααποστειρώναμε
2ndαποστείρωνεςαποστειρώνατε
3rdαποστείρωνεαποστείρωναν & αποστειρώναν oral. & αποστειρώνανε oral. & αποστειρώσαν oral. & αποστειρώσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποστειρώνομαιαποστειρωνόμαστε
2ndαποστειρώνεσαιαποστειρώνεστε & αποστειρωνόσαστε oral.
3rdαποστειρώνεταιαποστειρώνονται
Present-Imperative
Plural
2ndαποστειρώνεστε
Present-Participleαποστειρούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποστειρώθηκααποστειρωθήκαμε
2ndαποστειρώθηκεςαποστειρωθήκατε
3rdαποστειρώθηκεαποστειρώθηκαν & αποστειρωθήκαν oral. & αποστειρωθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποστειρωθώαποστειρωθούμε
2ndαποστειρωθείςαποστειρωθείτε
3rdαποστειρωθείαποστειρωθούν & αποστειρωθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποστειρώσουαποστειρωθείτε
Simple past-Infinitiveαποστειρωθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαποστειρωνόμουν & αποστειρωνόμουνα oral. αποστειρωνόμασταν & αποστειρωνόμαστε
2ndαποστειρωνόσουν & αποστειρωνόσουνα oral. αποστειρωνόσασταν & αποστειρωνόσαστε oral.
3rdαποστειρωνόταν & αποστειρωνότανε oral. αποστειρώνονταν & αποστειρωνόντανε oral. & αποστειρωνόντουσαν oral.
Present Perfect-Participleαποστειρωμένος

Synonyms - Antonyms

αποστειρώνω v.

Sαπολυμαίνω

Προθήματα - Επιθήματα

απο- [apo]

από- [apó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
απ- [ap] πριν από φωνήεν
αφ- [af] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση από.

1. Απομάκρυνση, αποχή, αφαίρεση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αφαιρείται ή απομακρύνεται από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, όταν κάνουμε αποτρίχωση αφαιρούμε τις τρίχες από κάποιο μέρος του σώματος· όταν κάποιος αποβιώνει φεύγει από τη ζωή· όταν κάνουμε απεργία απέχουμε από την εργασία μας (δηλ. δε δουλεύουμε).

απεργία

απόδημος, -η, -ο

απασφαλίζω

απογαλακτισμός

αποκεντρωτικός, -ή, -ό

απογειώνω

απογείωση

απότακτος, -η, -ο

αποδεσμεύω

αποδέσμευση

αποτριχωτικός, -ή, -ό

αποκεφαλίζω

αποθηλασμός

αφοπλιστικός, -ή, -ό

απολυμαίνω

αποκέντρωση

απονευρώνω

αποκεφαλισμός

αποτριχώνω

απολέπιση

αποφλοιώνω

απολύμανση

αποφοιτώ

απολυτήριο

αποχωρώ

απονεύρωση

αφαλατώνω

απορρυπαντικό

αφοπλίζω

αποσμητικό

αφυδατώνω

αποτοξίνωση

αποτρίχωση

αποφοίτηση

αποχώρηση

αφοπλισμός

2. Αντίθεση, έλλειψη, στέρηση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή ένα γεγονός ακυρώνεται ή αντιστρέφεται. Για παράδειγμα, η απαισιοδοξία είναι η έλλειψη αισιοδοξίας· όταν ένας οργανισμός αποδυναμώνεται χάνει τις δυνάμεις του.

απαισιοδοξία

απεξαρτημένος, -η, -ο

απογοητεύω

απεξάρτηση

απογοητευτικός, -ή, -ό

αποδιοργανώνω

απογοήτευση

αποθαρρυντικός, -ή, -ό

αποδυναμώνω

αποδιοργάνωση

αποκαλυπτήριος, -α, -ο

αποθαρρύνω

αποθάρρυνση

αποκαλυπτικός, -ή, -ό

αποκαλύπτω

αποκάλυψη

αποκωδικοποιώ

αποκωδικοποίηση

απομαγνητοφωνώ

αποκωδικοποιητής

απομυθοποιώ

απομαγνητοφώνηση

αποπροσανατολίζω

απομυθοποίηση

αποποινικοποίηση

αποπροσανατολισμός

3. Ολοκλήρωση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το τέλος μιας διαδικασίας η οποία συνήθως έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία. Για παράδειγμα, όταν αποφοιτούμε από μια σχολή ολοκληρώνουμε τη φοίτησή μας μετά από έναν κύκλο σπουδών, ενώ η αποθεραπεία είναι το τελικό στάδιο μιας θεραπείας με στόχο την πλήρη αποκατάσταση.

αποθεραπεία

αποθεραπεύω

αποκορύφωμα

αποκορυφώνεται

αποκορύφωση

αποπερατώνω

αποπεράτωση

αποτελειώνω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ουσιαστικά με το απο- δηλώνουν αυτό που μένει μετά την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.

αποκαΐδι, απομεινάρι, αποτσίγαρο, αποφάγια

4. Απόκτηση ιδιότητας

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποκτά μια ιδιότητα που δεν είχε πριν. Για παράδειγμα, όταν ένας λαός απελευθερώνεται αποκτά την ελευθερία του μετά από μια περίοδο ξένης κατοχής, ενώ η απανθράκωση ενός υλικού είναι η μετατροπή του σε κάρβουνο (άνθρακα) με τη χρήση της φωτιάς.

απανθράκωση

απαθανατίζω

απολίθωμα

απελευθερώνω

αποξένωση

αποβλακώνω

αποσαφήνιση

απογυμνώνω

αποστείρωση

αποκρυσταλλώνω

απολιθώνω

αποξενώνω

αποξηραίνω

αποστειρώνω


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.