Lexiscope: αποκρυπτογραφώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-πο-κρυ-πτο-γρα-φώ

Morphology

αποκρυπτογραφώ v.

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποκρυπτογραφώαποκρυπτογραφούμε
2ndαποκρυπτογραφείςαποκρυπτογραφείτε
3rdαποκρυπτογραφείαποκρυπτογραφούν & αποκρυπτογραφούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndαποκρυπτογραφείτε
Present-Participleαποκρυπτογραφώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποκρυπτογράφησααποκρυπτογραφήσαμε
2ndαποκρυπτογράφησεςαποκρυπτογραφήσατε
3rdαποκρυπτογράφησεαποκρυπτογράφησαν & αποκρυπτογραφήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποκρυπτογραφήσωαποκρυπτογραφήσουμε & αποκρυπτογραφήσομε dial.
2ndαποκρυπτογραφήσειςαποκρυπτογραφήσετε
3rdαποκρυπτογραφήσειαποκρυπτογραφήσουν & αποκρυπτογραφήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποκρυπτογράφησεαποκρυπτογραφήσετε & αποκρυπτογραφήστε
Simple past-Infinitiveαποκρυπτογραφήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαποκρυπτογραφούσααποκρυπτογραφούσαμε
2ndαποκρυπτογραφούσεςαποκρυπτογραφούσατε
3rdαποκρυπτογραφούσεαποκρυπτογραφούσαν & αποκρυπτογραφούσανε oral.
PASSIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαποκρυπτογραφούμαιαποκρυπτογραφούμαστε
2ndαποκρυπτογραφείσαιαποκρυπτογραφείστε
3rdαποκρυπτογραφείταιαποκρυπτογραφούνται
Present-Imperative
Plural
2ndαποκρυπτογραφείστε
Present-Participleαποκρυπτογραφούμενος
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαποκρυπτογραφήθηκααποκρυπτογραφηθήκαμε
2ndαποκρυπτογραφήθηκεςαποκρυπτογραφηθήκατε
3rdαποκρυπτογραφήθηκεαποκρυπτογραφήθηκαν & αποκρυπτογραφηθήκανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαποκρυπτογραφηθώαποκρυπτογραφηθούμε
2ndαποκρυπτογραφηθείςαποκρυπτογραφηθείτε
3rdαποκρυπτογραφηθείαποκρυπτογραφηθούν & αποκρυπτογραφηθούνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαποκρυπτογραφήσουαποκρυπτογραφηθείτε
Simple past-Infinitiveαποκρυπτογραφηθεί
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1st------
2nd------
3rdαποκρυπτογραφούνταν & αποκρυπτογραφείτο learn. αποκρυπτογραφούνταν & αποκρυπτογραφούντο learn.
Present Perfect-Participleαποκρυπτογραφημένος

Προθήματα - Επιθήματα

απο- [apo]

από- [apó] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
απ- [ap] πριν από φωνήεν
αφ- [af] παλαιότερα, πριν από δασυνόμενο φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση από.

1. Απομάκρυνση, αποχή, αφαίρεση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αφαιρείται ή απομακρύνεται από κάτι άλλο. Για παράδειγμα, όταν κάνουμε αποτρίχωση αφαιρούμε τις τρίχες από κάποιο μέρος του σώματος· όταν κάποιος αποβιώνει φεύγει από τη ζωή· όταν κάνουμε απεργία απέχουμε από την εργασία μας (δηλ. δε δουλεύουμε).

απεργία

απόδημος, -η, -ο

απασφαλίζω

απογαλακτισμός

αποκεντρωτικός, -ή, -ό

απογειώνω

απογείωση

απότακτος, -η, -ο

αποδεσμεύω

αποδέσμευση

αποτριχωτικός, -ή, -ό

αποκεφαλίζω

αποθηλασμός

αφοπλιστικός, -ή, -ό

απολυμαίνω

αποκέντρωση

απονευρώνω

αποκεφαλισμός

αποτριχώνω

απολέπιση

αποφλοιώνω

απολύμανση

αποφοιτώ

απολυτήριο

αποχωρώ

απονεύρωση

αφαλατώνω

απορρυπαντικό

αφοπλίζω

αποσμητικό

αφυδατώνω

αποτοξίνωση

αποτρίχωση

αποφοίτηση

αποχώρηση

αφοπλισμός

2. Αντίθεση, έλλειψη, στέρηση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή ένα γεγονός ακυρώνεται ή αντιστρέφεται. Για παράδειγμα, η απαισιοδοξία είναι η έλλειψη αισιοδοξίας· όταν ένας οργανισμός αποδυναμώνεται χάνει τις δυνάμεις του.

απαισιοδοξία

απεξαρτημένος, -η, -ο

απογοητεύω

απεξάρτηση

απογοητευτικός, -ή, -ό

αποδιοργανώνω

απογοήτευση

αποθαρρυντικός, -ή, -ό

αποδυναμώνω

αποδιοργάνωση

αποκαλυπτήριος, -α, -ο

αποθαρρύνω

αποθάρρυνση

αποκαλυπτικός, -ή, -ό

αποκαλύπτω

αποκάλυψη

αποκωδικοποιώ

αποκωδικοποίηση

απομαγνητοφωνώ

αποκωδικοποιητής

απομυθοποιώ

απομαγνητοφώνηση

αποπροσανατολίζω

απομυθοποίηση

αποποινικοποίηση

αποπροσανατολισμός

3. Ολοκλήρωση

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το τέλος μιας διαδικασίας η οποία συνήθως έχει ολοκληρωθεί με επιτυχία. Για παράδειγμα, όταν αποφοιτούμε από μια σχολή ολοκληρώνουμε τη φοίτησή μας μετά από έναν κύκλο σπουδών, ενώ η αποθεραπεία είναι το τελικό στάδιο μιας θεραπείας με στόχο την πλήρη αποκατάσταση.

αποθεραπεία

αποθεραπεύω

αποκορύφωμα

αποκορυφώνεται

αποκορύφωση

αποπερατώνω

αποπεράτωση

αποτελειώνω

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ουσιαστικά με το απο- δηλώνουν αυτό που μένει μετά την ολοκλήρωση μιας ενέργειας.

αποκαΐδι, απομεινάρι, αποτσίγαρο, αποφάγια

4. Απόκτηση ιδιότητας

Το απο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι αποκτά μια ιδιότητα που δεν είχε πριν. Για παράδειγμα, όταν ένας λαός απελευθερώνεται αποκτά την ελευθερία του μετά από μια περίοδο ξένης κατοχής, ενώ η απανθράκωση ενός υλικού είναι η μετατροπή του σε κάρβουνο (άνθρακα) με τη χρήση της φωτιάς.

απανθράκωση

απαθανατίζω

απολίθωμα

απελευθερώνω

αποξένωση

αποβλακώνω

αποσαφήνιση

απογυμνώνω

αποστείρωση

αποκρυσταλλώνω

απολιθώνω

αποξενώνω

αποξηραίνω

αποστειρώνω

-γραφ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -γραφ- αναφέρονται στην έντυπη παρουσίαση κάποιου θέματος.Το συστατικό -γραφ- προέρχεται από το ρήμα γράφω. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-γραφίζω [γrafízo]

Για παράδειγμα, φωτογραφίζω ένα τοπίο σημαίνει ότι το παίρνω φωτογραφία.

αεροφωτογραφίζω, ζωγραφίζω, φωτογραφίζω

-γραφώ [γrafó]

Για παράδειγμα, αλληλογραφώ με κάποιον σημαίνει ότι ανταλλάσσω μαζί του γράμματα, χαρτογραφώ σημαίνει ότι σχεδιάζω χάρτες, ενώ όταν αρθρογραφώ σε μια εφημερίδα γράφω άρθρα που δημοσιεύονται σε αυτήν.

αγιογραφώ, αλληλογραφώ, αποκρυπτογραφώ, αρθρογραφώ, δακτυλογραφώ, εικονογραφώ, επιστολογραφώ, ηχογραφώ, καταλογογραφώ, κινηματογραφώ, κρυπτογραφώ, λεξικογραφώ, λημματογραφώ, λιβελογραφώ, οπισθογραφώ, πλαστογραφώ, σκηνογραφώ, σκιαγραφώ, στενογραφώ, τηλεγραφώ, χαρτογραφώ

✔ Διαφορετική περίπτωση συνιστούν τα σύνθετα με το -γράφω (όπως αντιγράφω, διαγράφω, καθαρογράφω, προχειρογράφω, υπογράφω), τα οποία δηλώνουν κυρίως τον τρόπο με τον οποίο γράφουμε κάτι. Για παράδειγμα, προχειρογράφουμε κάτι όταν το γράφουμε πρόχειρα, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή.

Ουσιαστικά

-γράφημα [γráfima]

Για παράδειγμα, πεζογράφημα είναι οποιοδήποτε πεζό λογοτεχνικό κείμενο, ενώ το τηλεγράφημα ήταν παλιότερα ένα σύντομο κείμενο που μεταδιδόταν μέσω του ραδιοτηλέγραφου ή του τηλεφώνου.

εικονογράφημα, ευθυμογράφημα, πεζογράφημα, πορνογράφημα, τηλεγράφημα, χρονογράφημα, ψυχογράφημα

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, οι λέξεις σε -γράφημα δηλώνουν τη γραφική απεικόνιση μιας λειτουργίας του οργανισμού η οποία γίνεται με ειδικά όργανα για διαγνωστικούς λόγους.

εγκεφαλογράφημα, καρδιογράφημα, παλμογράφημα, σπινθηρογράφημα, στεφανιογράφημα, υπερηχογράφημα

-γράφηση [γráfisi]

Για παράδειγμα, η εικονογράφηση ενός βιβλίου είναι η διακόσμησή του με εικόνες.

αγιογράφηση, αποκρυπτογράφηση, δακτυλογράφηση, εικονογράφηση, ηχογράφηση, καταλογογράφηση, κινηματογράφηση, κρυπτογράφηση, λημματογράφηση, οπισθογράφηση, πλαστογράφηση, σκιαγράφηση, χαρτογράφηση

✔ Τα ουσιαστικά σε -γράφηση προέρχονται από ρήματα σε -γραφώ (π.χ. χαρτογραφώ - χαρτογράφηση).

-γραφία [γrafía]

Για παράδειγμα, η ελαιογραφία είναι τεχνική ζωγραφικής με λάδι, ενώ η ακτινογραφία είναι η φωτογράφιση των εσωτερικών οργάνων του σώματος με ειδικές ακτίνες.

αγγειογραφία, αγιογραφία, ακτινογραφία, αλληλογραφία, αρθρογραφία, βιβλιογραφία, βιογραφία, γελοιογραφία, γεωγραφία, δημοσιογραφία, δικογραφία, δισκογραφία, ειδησεογραφία, ελαιογραφία, εργογραφία, ηθογραφία, θαλασσογραφία, ιστοριογραφία, ιχνογραφία, καλλιγραφία, κρυπτογραφία, λαογραφία, λεξικογραφία, μαστογραφία, μικρογραφία, μονογραφία, μυθιστοριογραφία, νωπογραφία, ολογραφία, ορθογραφία, πεζογραφία, πλαστογραφία, πορνογραφία, προσωπογραφία, σκηνογραφία, στενογραφία, τοιχογραφία, τομογραφία, τοπιογραφία, τοπογραφία, τυπογραφία, φιλμογραφία, φωτογραφία, χορογραφία, ωκεανογραφία

-γράφιση [γráfisi] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, μια φωτογράφιση μόδας γίνεται για διαφήμιση ή για περιοδικό.

αεροφωτογράφιση, φωτογράφιση

✔ Τα ουσιαστικά σε -γράφιση προέρχονται από ρήματα σε -γραφίζω (π.χ. φωτογραφίζω - φωτογράφιση).

-γράφος [γráfos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, ο σκιτσογράφος φτιάχνει σκίτσα, ενώ ο φωτογράφος ασχολείται με τη φωτογραφία.

αγιογράφος, αθλητικογράφος, αρθρογράφος, γεωγράφος, δακτυλογράφος, δημοσιογράφος, δοκιμιογράφος, ζωγράφος, ιστοριογράφος, καλλιγράφος, κειμενογράφος, λεξικογράφος, λιθογράφος, μυθιστοριογράφος, πεζογράφος, σκηνογράφος, σκιτσογράφος, στενογράφος, τυπογράφος, φωτογράφος, χρονογράφος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ., τεχν.) Υπάρχουν ουσιαστικά σε -γράφος που δηλώνουν εξειδικευμένα όργανα για τη γραπτή αποτύπωση της μέτρησης μιας λειτουργίας ή ενός φαινομένου (π.χ. παλμογράφος), σπανιότερα δε όργανα γραφής ή σχεδίου (π.χ. στιλογράφος, ραπιδογράφος).

ανεμογράφος, βαρογράφος, γραμμογράφος, καμπυλογράφος, καρδιογράφος, μαστογράφος, παλμογράφος, ραπιδογράφος, σεισμογράφος, στιλογράφος (= στιλό), σφυγμογράφος, ταχογράφος, φωνογράφος (και συχνότερα φωνόγραφος)

Επίθετα

-γραφικός [γrafikós], -γραφική, -γραφικό

Για παράδειγμα, το φωτογραφικό χαρτί χρησιμοποιείται για την εκτύπωση φωτογραφιών.

αγιογραφικός, ακτινογραφικός, βιβλιογραφικός, βιογραφικός, γελοιογραφικός, γεωγραφικός, δημογραφικός, δημοσιογραφικός, δισκογραφικός, ειδησεογραφικός, ζωγραφικός, ηθογραφικός, ιστοριογραφικός, καλλιγραφικός, κινηματογραφικός, κρυπτογραφικός, λαογραφικός, λεξικογραφικός, μυθιστοριογραφικός, ορθογραφικός, περιγραφικός, πορνογραφικός, σκηνογραφικός, στενογραφικός, τηλεγραφικός, τοπογραφικός, τυπογραφικός, φωτογραφικός, χαρτογραφικός, χορογραφικός, ωκεανογραφικός

-γραφος [γrafos], -γραφη, -γραφο

Για παράδειγμα, μία ενυπόγραφη δήλωση έχει την υπογραφή αυτού που την κάνει, ενώ ένα χειρόγραφο κείμενο έχει γραφτεί με το χέρι (και όχι σε υπολογιστή).

άγραφος, ανυπόγραφος, αυτόγραφος, δακτυλόγραφος, έγγραφος, ενυπόγραφος, ιδιόγραφος, ομόγραφος, υστερόγραφος, χειρόγραφος

✔ Κάποια από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. αυτόγραφο, έγγραφο, υστερόγραφο, χειρόγραφο).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.