Lexiscope: αναφωνώ

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-να-φω-νώ

Morphology

αναφωνώ v. active only

ACTIVE VOICE
Present-Indicative
SingularPlural
1stαναφωνώαναφωνούμε
2ndαναφωνείςαναφωνείτε
3rdαναφωνείαναφωνούν & αναφωνούνε oral.
Present-Imperative
Plural
2ndαναφωνείτε
Present-Participleαναφωνώντας
Simple past-Indicative
SingularPlural
1stαναφώνησααναφωνήσαμε
2ndαναφώνησεςαναφωνήσατε
3rdαναφώνησεαναφώνησαν & αναφωνήσανε oral.
Simple past-Subjunctive
SingularPlural
1stαναφωνήσωαναφωνήσουμε & αναφωνήσομε dial.
2ndαναφωνήσειςαναφωνήσετε
3rdαναφωνήσειαναφωνήσουν & αναφωνήσουνε oral.
Simple past-Imperative
SingularPlural
2ndαναφώνησεαναφωνήσετε & αναφωνήστε
Simple past-Infinitiveαναφωνήσει
Imperfect-Indicative
SingularPlural
1stαναφωνούσααναφωνούσαμε
2ndαναφωνούσεςαναφωνούσατε
3rdαναφωνούσεαναφωνούσαν & αναφωνούσανε oral.

Synonyms - Antonyms

αναφωνώ v. learn

Sκραυγάζω2, ανακράζω learn, φωνάζω1

Προθήματα - Επιθήματα

ανα- [ana]

ανά- [aná] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αν- [an] και άν- [án] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση ανά.

1. Προς τα πάνω

Το ανα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία κίνηση γίνεται με κατεύθυνση προς τα πάνω. Για παράδειγμα, όταν αναδύομαι από το βυθό βγαίνω στην επιφάνεια του νερού.

αναβάθμιση

αναδρομικός, -ή, -ό

αναβαθμίζω

ανάβαση

ανάδρομος, -η, -ο

αναδύομαι

αναβάτης (θηλ. -τρια)

ανατριχιαστικός, -ή, -ό

ανασηκώνω

ανάδυση

ανοδικός, -ή, -ό

ανατριχιάζω

αναμαλλιάρης

ανέρχομαι

ανατριχίλα

άνοδος

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το κατα-* (π.χ. άνοδοςκάθοδος, ανέρχομαικατέρχομαι).

✔ Το ρήμα ανεβαίνω προέρχεται από το αρχαιοελληνικό αναβαίνω, με επίδραση του τύπου ανέβην του αορίστου.

✔ Το ουσιαστικό ανήφορος δεν περιέχει το ανα- αλλά το ανω- ως αʹ συστατικό (προέρχεται από το ανώφορος).

2. Επανάληψη

Το ανα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία ενέργεια ή ένα γεγονός που είχε διακοπεί συμβαίνει πάλι από την αρχή. Για παράδειγμα, όταν αναδασώνουμε μια καμένη έκταση φυτεύουμε εκεί νέα δέντρα.

αναβαθμολόγηση

αναγεννητικός, -ή, -ό

αναβαθμολογώ

αναβίωση

αναδασωτέος, -α, -ο

αναβαπτίζω

αναγέννηση

αναδημιουργικός, -ή, -ό

αναβιώνω

αναδασμός

αναδιαρθρωτικός, -ή, -ό

αναγεννώ

αναδάσωση

αναζωογονητικός, -ή, -ό

αναδασώνω

αναδημιουργία

αναπαραγωγικός, -ή, -ό

αναδημοσιεύω

αναδημοσίευση

αναδιαρθρώνω

αναδιάρθρωση

αναδιατάσσω

αναδιατύπωση

αναδιατυπώνω

αναδιοργάνωση

αναδιοργανώνω

ανακατανομή

αναζωογονώ

αναπαραγωγή

ανακατανέμω

αναπαράγω

✔ Το επίθετο αναγεννητικός αναφέρεται στο φαινόμενο της αναγέννησης, ενώ το επίθετο αναγεννησιακός αναφέρεται στην ιστορική περίοδο της Αναγέννησης.

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επανάληψη βλ. επανα-*, ξανα-*, ματα-*, παλιν-*.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το στερητικό α-* σε λέξεις όπως αν-αλγητικός, αν-άλατος, ανα-δουλειά.

-φων-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φων- αναφέρονται στη χρήση της φωνής, είτε για την εκφορά προφορικού λόγου και γνώμης είτε (σπανιότερα) για την εκφορά μουσικού λόγου.Το συστατικό -φων- προέρχεται από το ουσιαστικό φωνή. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-φωνώ [fonó]

Για παράδειγμα, όταν μαγνητοφωνούμε κάποιον, καταγράφουμε τη φωνή του σε μαγνητική ταινία· όταν δύο άνθρωποι ομοφωνούν έχουν την ίδια γνώμη για κάτι.

αναφωνώ, αντιφωνώ, απομαγνητοφωνώ, βροντοφωνώ, διαφωνώ, εκφωνώ, μαγνητοφωνώ, ξεφωνώ, ομοφωνώ, παραφωνώ, προσφωνώ, συμφωνώ, τηλεφωνώ

Ουσιαστικά

-φώνημα [fónima]

Για παράδειγμα, όταν κάνουμε ένα τηλεφώνημα, τηλεφωνούμε σε κάποιον, τον καλούμε μέσω του τηλεφώνου.

αναφώνημα, εκφώνημα (γλωσσ.), επιφώνημα (γραμμ.), ξεφώνημα, τηλεφώνημα

-φώνηση [fónisi]

Για παράδειγμα, η εκφώνηση είναι η ενέργεια του εκφωνώ.

αντιφώνηση, απομαγνητοφώνηση, αποφώνηση, εκφώνηση, επιφώνηση (γραμμ.), μαγνητοφώνηση, προσφώνηση, συνεκφώνηση (γραμμ.)

-φωνία [fonía]

Για παράδειγμα, ορθοφωνία είναι η σωστή προφορά των λέξεων· διαφωνία είναι η διαφορά απόψεων για ένα θέμα.

αφωνία, διαφωνία, διφωνία, ευφωνία, κακοφωνία, καλλιφωνία, μονοφωνία, ομοφωνία, ορθοφωνία, παραφωνία, πολυφωνία, ραδιοφωνία, στερεοφωνία, συμφωνία, τετραφωνία, τηλεφωνία, τριφωνία

-φωνο [fono]

Για παράδειγμα, το τηλέφωνο είναι η συσκευή που επιτρέπει τη συνομιλία μεταξύ δύο ανθρώπων που βρίσκονται σε απόσταση· το ξυλόφωνο είναι μουσικό όργανο που αποτελείται από λεπτές και παράλληλες ξύλινες πλάκες που παράγουν ήχο όταν τις χτυπάμε.

γραμμόφωνο, ημίφωνο (γλωσσ.), θυροτηλέφωνο, κασετόφωνο, μαγνητόφωνο, μεγάφωνο, μικρόφωνο, ξυλόφωνο, προσύμφωνο, ραδιοκασετόφωνο, ραδιόφωνο, σαξόφωνο, σύμφωνο (γλωσσ.), τηλέφωνο, φερέφωνο

✔ Οι περισσότερες από αυτές τις λέξεις προέρχονται από ξένες λέξεις με βʹ συστατικό -phone το οποίο προέρχεται από το ουσιαστικό της αρχαίας ελληνικής φωνή (π.χ. τηλέφωνο - αγγλ. telephone ή γαλλ. téléphone, μικρόφωνο - microphone, ραδιόφωνο - radiophone).

-φωνος [fonos] (αρσ. και θηλ.)

(μους.) Το -φωνος σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο ύψος του τόνου στο οποίο μπορεί να τραγουδάει ένας τραγουδιστής της όπερας.

βαθύφωνος, μεσόφωνος, οξύφωνος, υψίφωνος

Επίθετα

-φωνος [fonos], -φωνη, -φωνο

Για παράδειγμα, ο παράφωνος δεν τραγουδάει σωστά, η φωνή του δεν έχει μουσική αρμονία· όταν μένουμε άφωνοι χάνουμε τη φωνή μας, δεν μπορούμε να μιλήσουμε (συνήθως από έκπληξη).

άφωνος, βαθύφωνος, κακόφωνος, καλλίφωνος, μεγαλόφωνος, ομόφωνος, οξύφωνος, παράφωνος, πολύφωνος, σιγανόφωνος, χαμηλόφωνος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το -φωνος σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν τη χρήση μιας συγκεκριμένης γλώσσας. Για παράδειγμα, οι ελληνόφωνοι μιλούν ελληνικά.

αγγλόφωνος, αραβόφωνος, βλαχόφωνος, γαλλόφωνος, γερμανόφωνος, ελληνόφωνος, σλαβόφωνος, τουρκόφωνος

1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.