Lexiscope: αναδρομικός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-να-δρο-μι-κός

Morphology

αναδρομικός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαναδρομικόςοιαναδρομικοί
Genitiveτουαναδρομικούτωναναδρομικών
Accusativeτοναναδρομικότουςαναδρομικούς
Vocative αναδρομικέ αναδρομικοί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαναδρομικήοιαναδρομικές
Genitiveτηςαναδρομικήςτωναναδρομικών
Accusativeτηναναδρομικήτιςαναδρομικές
Vocative αναδρομική αναδρομικές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαναδρομικότααναδρομικά
Genitiveτουαναδρομικούτωναναδρομικών
Accusativeτοαναδρομικότααναδρομικά
Vocative αναδρομικό αναδρομικά

Προθήματα - Επιθήματα

ανα- [ana]

ανά- [aná] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αν- [an] και άν- [án] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από την πρόθεση ανά.

1. Προς τα πάνω

Το ανα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία κίνηση γίνεται με κατεύθυνση προς τα πάνω. Για παράδειγμα, όταν αναδύομαι από το βυθό βγαίνω στην επιφάνεια του νερού.

αναβάθμιση

αναδρομικός, -ή, -ό

αναβαθμίζω

ανάβαση

ανάδρομος, -η, -ο

αναδύομαι

αναβάτης (θηλ. -τρια)

ανατριχιαστικός, -ή, -ό

ανασηκώνω

ανάδυση

ανοδικός, -ή, -ό

ανατριχιάζω

αναμαλλιάρης

ανέρχομαι

ανατριχίλα

άνοδος

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το κατα-* (π.χ. άνοδοςκάθοδος, ανέρχομαικατέρχομαι).

✔ Το ρήμα ανεβαίνω προέρχεται από το αρχαιοελληνικό αναβαίνω, με επίδραση του τύπου ανέβην του αορίστου.

✔ Το ουσιαστικό ανήφορος δεν περιέχει το ανα- αλλά το ανω- ως αʹ συστατικό (προέρχεται από το ανώφορος).

2. Επανάληψη

Το ανα- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι μία ενέργεια ή ένα γεγονός που είχε διακοπεί συμβαίνει πάλι από την αρχή. Για παράδειγμα, όταν αναδασώνουμε μια καμένη έκταση φυτεύουμε εκεί νέα δέντρα.

αναβαθμολόγηση

αναγεννητικός, -ή, -ό

αναβαθμολογώ

αναβίωση

αναδασωτέος, -α, -ο

αναβαπτίζω

αναγέννηση

αναδημιουργικός, -ή, -ό

αναβιώνω

αναδασμός

αναδιαρθρωτικός, -ή, -ό

αναγεννώ

αναδάσωση

αναζωογονητικός, -ή, -ό

αναδασώνω

αναδημιουργία

αναπαραγωγικός, -ή, -ό

αναδημοσιεύω

αναδημοσίευση

αναδιαρθρώνω

αναδιάρθρωση

αναδιατάσσω

αναδιατύπωση

αναδιατυπώνω

αναδιοργάνωση

αναδιοργανώνω

ανακατανομή

αναζωογονώ

αναπαραγωγή

ανακατανέμω

αναπαράγω

✔ Το επίθετο αναγεννητικός αναφέρεται στο φαινόμενο της αναγέννησης, ενώ το επίθετο αναγεννησιακός αναφέρεται στην ιστορική περίοδο της Αναγέννησης.

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επανάληψη βλ. επανα-*, ξανα-*, ματα-*, παλιν-*.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το στερητικό α-* σε λέξεις όπως αν-αλγητικός, αν-άλατος, ανα-δουλειά.

-δρομ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δρομ- αναφέρονται στην κάλυψη μιας απόστασης είτε με τα πόδια είτε με όχημα.Το συστατικό -δρομ- προέρχεται από το ουσιαστικό δρόμος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-δρομώ [δromó]

Για παράδειγμα, κανείς λοξοδρομεί όταν βγαίνει από την ευθεία πορεία και κινείται προς τα πλάγια και παγοδρομεί όταν κινείται γλιστρώντας πάνω σε επιφάνεια πάγου.

αλλαξοδρομώ, ιστιοδρομώ, λοξοδρομώ, οπισθοδρομώ, ορθοδρομώ, ουριοδρομώ, παγοδρομώ, παλινδρομώ, πελαγοδρομώ, πισωδρομώ, πλαγιοδρομώ, τροχοδρομώ

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Το ρήμα σταδιοδρομώ σήμαινε αρχικά «τρέχω μέσα στο στάδιο». Σήμερα η σημασία του είναι διαφορετική και δηλώνει ότι ακολουθώ ένα επάγγελμα, κάνω καριέρα σε κάποιον τομέα.

Τα ρήματα πεζοδρομώ και μονοδρομώ αναφέρονται στη μετατροπή ενός δρόμου σε πεζόδρομο ή μονόδρομο αντίστοιχα.

Ουσιαστικά

-δρόμηση [δrómisi]

Για παράδειγμα, η πεζοδρόμηση ενός δρόμου είναι η μετατροπή του σε πεζόδρομο.

λοξοδρόμηση, μονοδρόμηση, οπισθοδρόμηση, ορθοδρόμηση, παλινδρόμηση, πεζοδρόμηση, πελαγοδρόμηση, ταχυδρόμηση, τροχοδρόμηση

-δρομία [δromía]

Για παράδειγμα, η ποδηλατοδρομία είναι αθλητικός αγώνας ταχύτητας με ποδήλατα· στη λαμπαδηδρομία οι δρομείς τρέχουν με αναμμένες δάδες.

αρματοδρομία, αυτοκινητοδρομία, ιπποδρομία, ιστιοδρομία, κυνοδρομία, λαμπαδηδρομία, παγοδρομία, πεζοδρομία, ποδηλατοδρομία, σκυταλοδρομία, σταδιοδρομία, χιονοδρομία

-δρόμιο [δrómio]

Για παράδειγμα, το παγοδρόμιο είναι ο χώρος όπου γίνονται οι παγοδρομίες· το αεροδρόμιο είναι ο ειδικός χώρος για την προσγείωση και απογείωση των αεροπλάνων.

αεροδρόμιο, αυτοκινητοδρόμιο, ελικοδρόμιο, ιπποδρόμιο, κοσμοδρόμιο, παγοδρόμιο, πεζοδρόμιο, ποδηλατοδρόμιο, χιονοδρόμιο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Το εορτοδρόμιο είναι εκκλησιαστικό βιβλίο που περιλαμβάνει τα κείμενα που διαβάζονται σε κάθε γιορτή του έτους.

-δρομος [δromos]

Για παράδειγμα, πεζόδρομος είναι ο δρόμος που είναι αποκλειστικά για πεζούς· ο ασφαλτόδρομος είναι ο δρόμος που είναι στρωμένος με άσφαλτο.

αεροδιάδρομος, αμαξόδρομος, αυτοκινητόδρομος, διάδρομος, ιππόδρομος, καρόδρομος, κατσικόδρομος, λεωφορειόδρομος, μονόδρομος, παράδρομος, πεζόδρομος, ποδαρόδρομος, ποδηλατόδρομος, σιδηρόδρομος, χωματόδρομος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ο πρόδρομος είναι ο πρωτοπόρος, αυτός που ανοίγει το δρόμο για κάτι σημαντικό. Ως κύριο όνομα, Πρόδρομος, αναφέρεται στον Ιωάννη το Βαπτιστή.

✔ Ιδιαίτερη σημασία έχει η λέξη περίδρομος, η οποία δηλώνει τον πόνο στα έντερα ή στο στομάχι. Η λέξη απαντά κυρίως στη φράση τρώω τον περίδρομο (= τρώω πάρα πολύ).

-δρόμος [δrómos] (αρσ. και θηλ.)

Για παράδειγμα, ο μαραθωνοδρόμος είναι ο αθλητής που τρέχει στο μαραθώνιο· ο ταχυδρόμος είναι ο υπάλληλος του ταχυδρομείου που διανέμει τα γράμματα.

αρματοδρόμος, θαλασσοδρόμος, ιστιοδρόμος, λαμπαδηδρόμος, μαραθωνοδρόμος, παγοδρόμος, ποδηλατοδρόμος, σκυταλοδρόμος, ταχυδρόμος, χιονοδρόμος

Επίθετα

-δρομικός [δromikós], -δρομική, -δρομικό

Για παράδειγμα, το χιονοδρομικό κέντρο σχετίζεται με τη χιονοδρομία· ο σιδηροδρομικός σταθμός σχετίζεται με το σιδηρόδρομο.

αεροδρομικός, αναδρομικός, εκδρομικός, ιπποδρομικός, ιστιοδρομικός, καταδρομικός, λοξοδρομικός, οπισθοδρομικός, παγοδρομικός, παλινδρομικός, σιδηροδρομικός, ταχυδρομικός, χιονοδρομικός

-δρομος [δromos], -δρομη, -δρομο

Για παράδειγμα, μία αμφίδρομη κίνηση πραγματοποιείται προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις.

αμφίδρομος, ανάδρομος, παλίνδρομος, πρόδρομος (ιατρ., κυρίως στη φράση πρόδρομα φαινόμενα)

3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.