Lexiscope: αλλοδαπός

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

αλ-λο-δα-πός

Morphology

αλλοδαπός adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαλλοδαπόςοιαλλοδαποί
Genitiveτουαλλοδαπούτωναλλοδαπών
Accusativeτοναλλοδαπότουςαλλοδαπούς
Vocative αλλοδαπέ αλλοδαποί
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαλλοδαπήοιαλλοδαπές
Genitiveτηςαλλοδαπήςτωναλλοδαπών
Accusativeτηναλλοδαπήτιςαλλοδαπές
Vocative αλλοδαπή αλλοδαπές
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαλλοδαπότααλλοδαπά
Genitiveτουαλλοδαπούτωναλλοδαπών
Accusativeτοαλλοδαπότααλλοδαπά
Vocative αλλοδαπό αλλοδαπά

αλλοδαπός n. masc.

SingularPlural
Nominativeοαλλοδαπόςοιαλλοδαποί
Genitiveτουαλλοδαπούτωναλλοδαπών
Accusativeτοναλλοδαπότουςαλλοδαπούς
Vocative αλλοδαπέ αλλοδαποί

αλλοδαπή n. fem.

SingularPlural
Nominativeηαλλοδαπήοιαλλοδαπές
Genitiveτηςαλλοδαπήςτωναλλοδαπών
Accusativeτηναλλοδαπήτιςαλλοδαπές
Vocative αλλοδαπή αλλοδαπές

Synonyms - Antonyms

αλλοδαπός adj.

Sαλλοεθνής: αλλοδαποί μετανάστες Aημεδαπός learn

Προθήματα - Επιθήματα

αλλο- [alo]

αλλό- [aló] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το επίθετο άλλος.

1. Διαφορετικότητα

Το αλλο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό. Για παράδειγμα, αλλόγλωσσος είναι κάποιος που μιλάει διαφορετική γλώσσα από τη γλώσσα της χώρας όπου ζει.

αλλογενής, -ής, -ές

αλλοφρονώ

αλλόγλωσσος, -η, -ο

αλλοδαπός, -ή, -ό

αλλόδοξος, -η, -ο

αλλοεθνής, -ής, -ές

αλλόθρησκος, -η, -ο

αλλόκοτος, -η, -ο

αλλοπαρμένος, -η, -ο (= που έχει χάσει τα λογικά του)

αλλόπιστος, -η, -ο

αλλοπρόσαλλος, -η, -ο

αλλόφρων, -ων, -ον (= εκτός εαυτού)

αλλόφυλος, -η, -ο

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Σχηματίζει επιστημονικούς όρους της ιατρικής, της χημείας, της γλωσσολογίας.

αλλόμορφο (γλωσσ.)

αλλογενετικός, -ή, -ό (ιατρ.)

αλλοπαθητική (ιατρ.)

αλλοπαθητικός, -ή, -ό (ιατρ.)

αλλοτροπισμός (χημ.)

αλλοτροπικός, -ή, -ό (χημ.)

αλλόφωνο (γλωσσ.)

⇨ Για λέξεις με παρόμοια σημασία βλ. ετερο-* (π.χ. αλλόγλωσσος - ετερόγλωσσος).

ΑΝΤ Για λέξεις με αντίθετη σημασία βλ. ομο-* (π.χ. αλλόγλωσσοςομόγλωσσος, αλλοεθνήςομοεθνής).

▶ Οι λέξεις αλλοτριώνω, αλλοτρίωση προέρχονται από το αρχαίο επίθετο αλλότριος (= άλλος).


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.