Lexiscope: αερόβιος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

α-ε-ρό-βι-ος

Morphology

αερόβιος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοαερόβιοςοιαερόβιοι
Genitiveτουαερόβιουτωναερόβιων
Accusativeτοναερόβιοτουςαερόβιους
Vocative αερόβιε αερόβιοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηαερόβιαοιαερόβιες
Genitiveτηςαερόβιαςτωναερόβιων
Accusativeτηναερόβιατιςαερόβιες
Vocative αερόβια αερόβιες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοαερόβιοτααερόβια
Genitiveτουαερόβιουτωναερόβιων
Accusativeτοαερόβιοτααερόβια
Vocative αερόβιο αερόβια

Synonyms - Antonyms

αερόβιος adj. BIOL.

Aαναερόβιος: αερόβιοι οργανισμοί

Προθήματα - Επιθήματα

αερο- [aero]

αερό- [aeró] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αερ- [aer] πριν από φωνήεν

Προέρχεται από το ουσιαστικό αέρας.

1. Σχέση με τον αέρα

Το αερο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι έχει σχέση με τον ατμοσφαιρικό αέρα ή τον άνεμο. Για παράδειγμα, ο αερόσακος είναι το εξάρτημα του αυτοκινήτου που σε περίπτωση σύγκρουσης ανοίγει σαν μπαλόνι για να προστατέψει τους επιβάτες του.

αεραγωγός

αεροβικός, -ή, -ό (κυρίως στη φράση αεροβική γυμναστική)

αεροβόλο

αερόβιος, -α, -ο (βιολ.)

αερογέφυρα

αεροδιαστημικός, -ή, -ό

αεροθάλαμος

αεροδυναμικός, -ή, -ό

αερομαντεία

αερόψυκτος, -η, -ο

αερόσακος

αερόστατο

αεροφαγία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Ορισμένες λέξεις με το αερο- δηλώνουν ότι κάτι δεν είναι σοβαρό ή λογικό. Για παράδειγμα, όταν αερολογούμε μιλάμε για πράγματα που δεν έχουν νόημα ή που τα λέμε χωρίς να υπάρχει λόγος.

αεροβασία

αεροβατώ

αερολογία

αερολογώ

2. Σχέση με αερομεταφορές

Το αερο- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στο αεροπλάνο, στην αεροπορία ή στην εναέρια κυκλοφορία. Για παράδειγμα, ο αεροπειρατής διαπράττει το αδίκημα της πειρατείας καταλαμβάνοντας με τη βία ένα αεροπλάνο την ώρα που βρίσκεται σε πτήση· το αεροδικείο είναι το δικαστήριο που δικάζει υποθέσεις σχετικές με την αεροπορία.

αερογραμμή

αεροδρομικός, -ή, -ό

αεροφωτογραφίζω

αεροδιάδρομος

αεροδρόμιο

αερολέσχη

αερομαχία

αερομεταφορέας

αεροναυπηγική

αεροπειρατεία

αεροπειρατής

αεροπλοΐα

αεροπόρος

αεροσυνοδός

αεροφωτογραφία

αεροφωτογράφιση

-βι-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -βι- αναφέρονται στον τρόπο διαβίωσης ή στη ζωή γενικά.Το συστατικό -βι- προέρχεται από το ουσιαστικό βίος (= ζωή). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-βιο [vio]

Για παράδειγμα, μικρόβιο είναι κάθε μικροοργανισμός που είναι ορατός μόνο με μικροσκόπιο και συνήθως προκαλεί μολυσματικές ασθένειες.

κοινόβιο, μικρόβιο, σωσίβιο

-βιος [vios] (θηλ. -βια)

Στον καθημερινό λόγο, λέξεις που περιέχουν το -βιος αναφέρονται σε κάποια χαρακτηριστική συνήθεια ή συμπεριφορά ενός προσώπου. Για παράδειγμα, ο μηχανόβιος είναι αυτός που κυκλοφορεί με μηχανή και κατ' επέκταση ντύνεται και φέρεται ανάλογα.

μηχανόβιος, μπαρόβιος, μπουζουκόβιος, ντισκόβιος, ταβερνόβιος

Επίθετα

-βιος [vios], -βια, -βιο

Για παράδειγμα, ο αιωνόβιος πλάτανος ζει εκατό χρόνια και παραπάνω.

αιωνόβιος, βραχύβιος, ισόβιος, λαθρόβιος, μακρόβιος, ορεσίβιος, σωσίβιος, υπεραιωνόβιος

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

(επιστημ.) Ειδικότερα, επίθετα με το -βιος αναφέρονται στο μέρος ή στον τρόπο διαβίωσης ενός ζωντανού οργανισμού. Για παράδειγμα, τα υδρόβια πτηνά ζουν στο νερό, ενώ νυκτόβια είναι τα ζώα που βγαίνουν από τη φωλιά τους μόνο τη νύχτα.

αερόβιος (βιολ.), αμφίβιος, ελόβιος, ημερόβιος, λιμνόβιος, νυκτόβιος, σπηλαιόβιος, υδρόβιος

⇨ Από το ουσιαστικό βίος έχει σχηματιστεί και το αʹ συστατικό βιο-*.


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.