Lexiscope: έντεχνος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

έ-ντε-χνος

Morphology

έντεχνος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοέντεχνοςοιέντεχνοι
Genitiveτουέντεχνουτωνέντεχνων
Accusativeτονέντεχνοτουςέντεχνους
Vocative έντεχνε έντεχνοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηέντεχνηοιέντεχνες
Genitiveτηςέντεχνηςτωνέντεχνων
Accusativeτηνέντεχνητιςέντεχνες
Vocative έντεχνη έντεχνες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοέντεχνοταέντεχνα
Genitiveτουέντεχνουτωνέντεχνων
Accusativeτοέντεχνοταέντεχνα
Vocative έντεχνο έντεχνα

Synonyms - Antonyms

έντεχνος adj.

Sεπιδέξιος2: έντεχνος τρόπος Aαδέξιος

Προθήματα - Επιθήματα

εν- [en]

έν- [én] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εμ- [em] και έμ- [ém] πριν από /β/, /μ/, /π/, /φ/ ή /ψ/
εγ- [eŋ] και έγ- [éŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
ελ- [el] και έλ- [él] πριν από /λ/
ερ- [er] και έρ- [ér] πριν από /ρ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εν.

1. Μέσα σε κάτι

Το εν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι μέσα σε κάτι άλλο ή μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Για παράδειγμα, όταν εμφιαλώνω ένα υγρό το βάζω μέσα σε μπουκάλι (φιάλη).

εγκέφαλος

εγκόσμιος, -α, -ο

εγκιβωτίζω

εγκιβωτισμός

εγχώριος, -α, -ο

εγκλιματίζω

εγκλιματισμός

εμφύλιος, -α, -ο

ελλιμενίζομαι

εμφιάλωση

εμφιαλώνω

ένοικος

ενσαρκώνω

ενσάρκωση

ενσταλάζω

ενσωμάτωση

ενσωματώνω

ενταφίαση

ενταφιάζω

εντοιχισμός

εντοιχίζω

✔ Ορισμένες λέξεις με το εν- δηλώνουν ότι κάτι γίνεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται έγκαιρα γίνεται μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά περιθώρια.

έγκαιρος, -η, -ο, εμπρόθεσμος, -η, -ο

2. Με ορισμένο τρόπο

Το εν- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι διαθέτει μια ορισμένη ιδιότητα ή γίνεται με ορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όταν είμαστε εμπύρετοι έχουμε πυρετό, ενώ η έμμισθη εργασία γίνεται με μισθό.

έγγραφος, -η, -ο, έγκυρος, -η, -ο, έγχορδος, -η, -ο, έγχρωμος, -η, -ο, έλλογος, -η, -ο, έμμετρος, -η, -ο, έμμισθος, -η, -ο, έμπειρος, -η, -ο, εμπύρετος, -η, -ο, εμφανής, -ής, -ές, έμψυχος, -η, -ο, εναγώνιος, -α, -ο, ενάρετος, -η, -ο, ένδικος, -η, -ο, ένοπλος, -η, -ο, ένορκος, -η, -ο, ενσύρματος, -η, -ο, έντοκος, -η, -ο, έντρομος, -η, -ο, έντυπος, -η, -ο, ένυδρος, -η, -ο, ενυπόγραφος, -η, -ο, έρρινος, -η, -ο / ένρινος, -η, -ο, έρρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το α-* (π.χ. έγκυροςάκυρος, εμπύρετοςαπύρετος).

-τεχν-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τεχν- αναφέρονται σε κατασκεύασμα, τεχνική κατασκευή ή καλλιτεχνική δημιουργία.Το συστατικό -τεχν- προέρχεται από το ουσιαστικό τέχνη. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-τεχνώ [texnó] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, όταν ένας καλλιτέχνης φιλοτεχνεί κάτι, δημιουργεί ένα έργο τέχνης.

καλλιτεχνώ, φιλοτεχνώ

Ουσιαστικά

-τέχνημα [téxnima]

Για παράδειγμα, το κομψοτέχνημα είναι μια κομψή κατασκευή.

αριστοτέχνημα, καλλιτέχνημα, κομψοτέχνημα, λογοτέχνημα, πυροτέχνημα, χειροτέχνημα

-τέχνης [téxnis] (θηλ. -τέχνιδα και -τέχνισσα)

Για παράδειγμα, ο χειροτέχνης φτιάχνει χειροποίητες κατασκευές.

αριστοτέχνης, βιοτέχνης, δεξιοτέχνης, ερασιτέχνης, ευρεσιτέχνης, ζωοτέχνης, καλλιτέχνης, κομψοτέχνης, λογοτέχνης, χειροτέχνης

✔ Στη νέα ελληνική, τα ουσιαστικά σε -τέχνης σχηματίζουν συνήθως θηλυκό σε -τέχνιδα (π.χ. καλλιτέχνης - καλλιτέχνιδα, λογοτέχνης - λογοτέχνιδα), και σπανιότερα σε -τέχνισσα (π.χ. αριστοτέχνης - αριστοτέχνισσα, δεξιοτέχνης - δεξιοτέχνισσα).

-τεχνία [texnía]

Για παράδειγμα, η κηποτεχνία ασχολείται με τη διαμόρφωση και το σχεδιασμό κήπων, ενώ κακοτεχνία είναι η κατασκευή ενός αντικείμενου με προχειρότητα και έλλειψη επιδεξιότητας.

αριστοτεχνία, βιβλιοτεχνία, βιοτεχνία, γυψοτεχνία, δεξιοτεχνία, ευρεσιτεχνία, ζωοτεχνία, κακοτεχνία, καλλιτεχνία, κηποτεχνία, λεπτοτεχνία, λογοτεχνία, μικροτεχνία, οδοντοτεχνία, οικοτεχνία, σιδηροτεχνία, συντεχνία, χειροτεχνία

-τεχνίτης [texnítis]

Για παράδειγμα, ο οδοντοτεχνίτης κατασκευάζει τεχνητά δόντια, οδοντοστοιχίες κτλ. σύμφωνα με τις οδηγίες του οδοντίατρου.

εργατοτεχνίτης, ηλεκτροτεχνίτης, μηχανοτεχνίτης, οδοντοτεχνίτης, πολυτεχνίτης, ραδιοηλεκτροτεχνίτης, ραδιοτεχνίτης

Επίθετα

-τεχνικός [texnikós], -τεχνική, -τεχνικό

Για παράδειγμα, ένα λογοτεχνικό περιοδικό ασχολείται με τη λογοτεχνία, ενώ ένας ερασιτεχνικός θίασος αποτελείται από ερασιτέχνες ηθοποιούς.

γεωτεχνικός, δεξιοτεχνικός, εμπειροτεχνικός, ερασιτεχνικός, ηλεκτροτεχνικός, καλλιτεχνικός, λογοτεχνικός, πολυτεχνικός, φοροτεχνικός, χειροτεχνικός

✔ Διαφορετική σημασία έχει το απλό επίθετο τεχνικός, το οποίο αναφέρεται στην τεχνική και στην πρακτική εφαρμογή θεωρητικών γνώσεων.

-τεχνος [texnos], -τεχνη, -τεχνο

Για παράδειγμα, κάτι είναι περίτεχνο όταν έχει φτιαχτεί με ιδιαίτερη τέχνη, επιδεξιότητα και καλαισθησία.

απειρότεχνος (σπάνιο), έντεχνος, κακότεχνος, ομότεχνος, περίτεχνος, φιλότεχνος

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.