Lexiscope: έμπειρος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

έ-μπει-ρος

Morphology

έμπειρος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοέμπειροςοιέμπειροι
Genitiveτουέμπειρουτωνέμπειρων
Accusativeτονέμπειροτουςέμπειρους
Vocative έμπειρε έμπειροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηέμπειρηοιέμπειρες
Genitiveτηςέμπειρηςτωνέμπειρων
Accusativeτηνέμπειρητιςέμπειρες
Vocative έμπειρη έμπειρες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοέμπειροταέμπειρα
Genitiveτουέμπειρουτωνέμπειρων
Accusativeτοέμπειροταέμπειρα
Vocative έμπειρο έμπειρα

εμπειρότερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεμπειρότεροςοιεμπειρότεροι
Genitiveτουεμπειρότερουτωνεμπειρότερων
Accusativeτονεμπειρότεροτουςεμπειρότερους
Vocative εμπειρότερε εμπειρότεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεμπειρότερηοιεμπειρότερες
Genitiveτηςεμπειρότερηςτωνεμπειρότερων
Accusativeτηνεμπειρότερητιςεμπειρότερες
Vocative εμπειρότερη εμπειρότερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεμπειρότεροταεμπειρότερα
Genitiveτουεμπειρότερουτωνεμπειρότερων
Accusativeτοεμπειρότεροταεμπειρότερα
Vocative εμπειρότερο εμπειρότερα

εμπειρότατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοεμπειρότατοςοιεμπειρότατοι
Genitiveτουεμπειρότατουτωνεμπειρότατων
Accusativeτονεμπειρότατοτουςεμπειρότατους
Vocative εμπειρότατε εμπειρότατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηεμπειρότατηοιεμπειρότατες
Genitiveτηςεμπειρότατηςτωνεμπειρότατων
Accusativeτηνεμπειρότατητιςεμπειρότατες
Vocative εμπειρότατη εμπειρότατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοεμπειρότατοταεμπειρότατα
Genitiveτουεμπειρότατουτωνεμπειρότατων
Accusativeτοεμπειρότατοταεμπειρότατα
Vocative εμπειρότατο εμπειρότατα

Synonyms - Antonyms

έμπειρος adj.

Sπεπειραμένος, πολύπειρος Aάπειρος1

Προθήματα - Επιθήματα

εν- [en]

έν- [én] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
εμ- [em] και έμ- [ém] πριν από /β/, /μ/, /π/, /φ/ ή /ψ/
εγ- [eŋ] και έγ- [éŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
ελ- [el] και έλ- [él] πριν από /λ/
ερ- [er] και έρ- [ér] πριν από /ρ/

Προέρχεται από την αρχαία πρόθεση εν.

1. Μέσα σε κάτι

Το εν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι μέσα σε κάτι άλλο ή μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Για παράδειγμα, όταν εμφιαλώνω ένα υγρό το βάζω μέσα σε μπουκάλι (φιάλη).

εγκέφαλος

εγκόσμιος, -α, -ο

εγκιβωτίζω

εγκιβωτισμός

εγχώριος, -α, -ο

εγκλιματίζω

εγκλιματισμός

εμφύλιος, -α, -ο

ελλιμενίζομαι

εμφιάλωση

εμφιαλώνω

ένοικος

ενσαρκώνω

ενσάρκωση

ενσταλάζω

ενσωμάτωση

ενσωματώνω

ενταφίαση

ενταφιάζω

εντοιχισμός

εντοιχίζω

✔ Ορισμένες λέξεις με το εν- δηλώνουν ότι κάτι γίνεται εντός συγκεκριμένων ορίων. Για παράδειγμα, όταν κάτι γίνεται έγκαιρα γίνεται μέσα στα προβλεπόμενα χρονικά περιθώρια.

έγκαιρος, -η, -ο, εμπρόθεσμος, -η, -ο

2. Με ορισμένο τρόπο

Το εν- σχηματίζει επίθετα που δηλώνουν ότι κάτι διαθέτει μια ορισμένη ιδιότητα ή γίνεται με ορισμένο τρόπο. Για παράδειγμα, όταν είμαστε εμπύρετοι έχουμε πυρετό, ενώ η έμμισθη εργασία γίνεται με μισθό.

έγγραφος, -η, -ο, έγκυρος, -η, -ο, έγχορδος, -η, -ο, έγχρωμος, -η, -ο, έλλογος, -η, -ο, έμμετρος, -η, -ο, έμμισθος, -η, -ο, έμπειρος, -η, -ο, εμπύρετος, -η, -ο, εμφανής, -ής, -ές, έμψυχος, -η, -ο, εναγώνιος, -α, -ο, ενάρετος, -η, -ο, ένδικος, -η, -ο, ένοπλος, -η, -ο, ένορκος, -η, -ο, ενσύρματος, -η, -ο, έντοκος, -η, -ο, έντρομος, -η, -ο, έντυπος, -η, -ο, ένυδρος, -η, -ο, ενυπόγραφος, -η, -ο, έρρινος, -η, -ο / ένρινος, -η, -ο, έρρυθμος, -η, -ο

ΑΝΤ Τα αντίθετα σε αυτή τη σημασία σχηματίζονται με το α-* (π.χ. έγκυροςάκυρος, εμπύρετοςαπύρετος).


2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.