Lexiscope: άμαχος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ά-μα-χος

Morphology

άμαχος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοάμαχοςοιάμαχοι
Genitiveτουάμαχουτωνάμαχων
Accusativeτονάμαχοτουςάμαχους
Vocative άμαχε άμαχοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηάμαχηοιάμαχες
Genitiveτηςάμαχηςτωνάμαχων
Accusativeτηνάμαχητιςάμαχες
Vocative άμαχη άμαχες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοάμαχοταάμαχα
Genitiveτουάμαχουτωνάμαχων
Accusativeτοάμαχοταάμαχα
Vocative άμαχο άμαχα

Προθήματα - Επιθήματα

α- [a] (γνωστό και ως α στερητικό)

ά- [á] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αν- [an] και άν- [án] πριν από φωνήεν
αρ- [ar] και άρ- [ár] πριν από /ρ/
ανα- [ana] και ανά- [aná] μερικές φορές πριν από σύμφωνο
ανε- [ane] και ανέ- [ané] σπάνια
ανη- [ani] και ανή- [aní] σπάνια

Προέρχεται από το αρχαίο στερητικό πρόθημα α-.

1. Αντίθεση

Το α- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που δηλώνει το βʹ συστατικό. Για παράδειγμα, κάτι άνοστο δεν είναι νόστιμο.

αβεβαιότητα

αβάσιμος, -η, -ο

αδιαθετώ

αδιαθεσία

αβέβαιος, -η, -ο

αδικώ

αδιαφάνεια

άγονος, -η, -ο

αδυνατώ

αδιαφορία

άγραφος, -η, -ο

αθετώ

αδικία

αδιάθετος, -η, -ο

ανησυχώ

αμάθεια

αδιάκοπος, -η, -ο

απειθώ

αναλφαβητισμός

αδιαφανής, -ής, -ές

απιστώ

ανησυχία

αδιάφορος, -η, -ο

αρρωσταίνω

ανοσία

άδικος, -η, -ο

ασεβώ

απάθεια

αδύνατος, -η, -ο

ασθενώ

απιστία

άθραυστος, -η, -ο

αστοχώ

αρρώστια

αμαθής, -ής, -ές

ατροφώ

ασέβεια

άμαχος, -η, -ο

ατυχώ

ασθένεια

αναλφάβητος, -η, -ο

αστοχία

ανάξιος, -α, -ο

ατροφία

ανεπίσημος, -η, -ο

ατυχία

ανήσυχος, -η, -ο

άνοστος, -η, -ο

απαθής, -ής, -ές

άπιστος, -η, -ο

άρρωστος, -η, -ο

ασεβής, -ής, -ές

ασθενής, -ής, -ές

άστοχος, -η, -ο

άτυχος, -η, -ο

✔ Το α- συνδυάζεται συχνά με ρηματικά επίθετα (π.χ. ψητός, βραστός, γνωστός) για να σχηματίσει το αντίθετό τους (π.χ. ά-ψητος, ά-βραστος, ά-γνωστος).

αβαθμολόγητος, -η, -ο, αβοήθητος, -η, -ο, άβραστος, -η, -ο, άγνωστος, -η, -ο, αδιαμέτρητος, -η, -ο, αδιαπαιδαγώγητος, -η, -ο, αδιευθέτητος, -η, -ο, αδικαιολόγητος, -η, -ο, ακίνητος, -η, -ο, αμετακίνητος, -η, -ο, αμέτρητος, -η, -ο, αξύριστος, -η, -ο, απλήρωτος, -η, -ο, άπλυτος, -η, -ο, άψητος, -η, -ο

✔ Επίθετα με αʹ συστατικό α- εμφανίζονται σε φράσεις με ομόρριζο ουσιαστικό οι οποίες δηλώνουν ότι αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

βίος αβίωτος, γάμος άγαμος, δώρο άδωρο

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν αντίθεση βλ. και ξε-*.

2. Έλλειψη, στέρηση

Ορισμένες λέξεις με το α- δηλώνουν ότι μια ιδιότητα δεν υπάρχει καθόλου ή ότι μια κατάσταση δεν ισχύει. Για παράδειγμα, κάποιος είναι ανίκανος όταν δε διαθέτει ικανότητες σε συγκεκριμένο τομέα, ενώ η αναρχία είναι η έλλειψη τάξης.

αδυναμία

αδύναμος, -η, -ο

αναβροχιά

ανάλατος, -η, -ο

ανανδρία

άνανδρος, -η, -ο

αναρχία

άναρχος, -η, -ο

ανασφάλεια

ανασφαλής, -ής, -ές

ανεντιμότητα

ανέντιμος, -η, -ο

ανεργία

άνεργος, -η, -ο

ανευθυνότητα

ανεύθυνος, -η, -ο

ανικανότητα

ανίκανος, -η, -ο

αχαριστία

άνυδρος, -η, -ο

απένταρος, -η, -ο

άπορος, -η, -ο

άτοκος, -η, -ο

αχάριστος, -η, -ο

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο άνεργος (= αυτός που παρά τη θέλησή του δεν εργάζεται) και άεργος (= αυτός που δεν εργάζεται από επιλογή). Και τα δύο σχηματίζονται με το στερητικό α-.

▶ Σπανιότερα, το στερητικό α- απαντά και ως ανε- (π.χ. ανε-πρόκοπος) ή ανη- (π.χ. ανή-μπορος) όταν το βʹ συστατικό αρχίζει με σύμφωνο, αναλογικά προς λέξεις που αρχίζουν με /ε/ και /η/ αντίστοιχα.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό ανα-* σε λέξεις όπως ανα-δρομικός, ανα-δύομαι, ανα-ζητώ.

-μαχ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -μαχ- αναφέρονται στον πόλεμο.Το συστατικό -μαχ- προέρχεται από το ρήμα μάχομαι. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-μαχάω [maxáo] (σπάνια χρήση)

Για παράδειγμα, αγκομαχάει κάποιος όταν αγωνίζεται να ανασάνει, όταν ανασαίνει με δυσκολία.

αγκομαχάω/-ώ, ψυχομαχάω/-ώ

-μαχώ [maxó]

Για παράδειγμα, δύο άνθρωποι λογομαχούν όταν τσακώνονται ανταλλάσσοντας έντονα λόγια, ενώ συμμαχούν όταν συνεργάζονται για την αντιμετώπιση ενός κοινού αντιπάλου.

αερομαχώ (σπάνιο), αψιμαχώ, θαλασσομαχώ (σπάνιο), κονταρομαχώ, λογομαχώ, μονομαχώ, ναυμαχώ, ξιφομαχώ, πυγμαχώ, συμμαχώ, φυγομαχώ

Ουσιαστικά

-μαχία [max̃ía]

Για παράδειγμα, η ναυμαχία είναι η μάχη στη θάλασσα ανάμεσα σε δύο πλοία ή σε δύο στόλους.

αερομαχία, αυγομαχία, αψιμαχία, δρακοντομαχία, εικονομαχία, θαλασσομαχία, θηριομαχία, κοκορομαχία, κυνομαχία, λογομαχία, μονομαχία, ναυμαχία, ξιφομαχία, οδομαχία, οπλομαχία, σκυλομαχία, συμμαχία, ταυρομαχία, τηλεμαχία (= τηλεοπτική αναμέτρηση πολιτικών αρχηγών πριν από εκλογές), τιτανομαχία

-μάχος [máxos]

Για παράδειγμα, ο ταυρομάχος αγωνίζεται με τον ταύρο στην αρένα, ενώ ο μακεδονομάχος πήρε μέρος στο μακεδονικό αγώνα.

αρματομάχος (σπάνιο), εικονομάχος, ελληνομάχος, θαλασσομάχος, μακεδονομάχος, μονομάχος, οπλομάχος, σαλαμινομάχος, ταυρομάχος

Επίθετα

-μαχικός [max̃ikós], -μαχική, -μαχικό

Για παράδειγμα, το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο είναι το ταμείο ασφάλισης των ναυτικών, ενώ οι συμμαχικές δυνάμεις είναι οι δυνάμεις των συμμάχων.

απομαχικός, εικονομαχικός, συμμαχικός

✔ Η λέξη πυρομαχικά είναι ουσιαστικό.

-μαχος [maxos], -μαχη, -μαχο

Για παράδειγμα, πυρίμαχο είναι το σκεύος από υλικό που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες.

αγχέμαχος, άμαχος, αξιόμαχος, απόμαχος, επίμαχος, παλαίμαχος, πυρίμαχος, σύμμαχος, υπέρμαχος, φιλόμαχος, φυγόμαχος

2 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.