Lexiscope: άδικος

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

ά-δι-κος

Morphology

άδικος adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοάδικοςοιάδικοι
Genitiveτουάδικουτωνάδικων
Accusativeτονάδικοτουςάδικους
Vocative άδικε άδικοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηάδικηοιάδικες
Genitiveτηςάδικηςτωνάδικων
Accusativeτηνάδικητιςάδικες
Vocative άδικη άδικες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοάδικοταάδικα
Genitiveτουάδικουτωνάδικων
Accusativeτοάδικοταάδικα
Vocative άδικο άδικα

άδικος n. masc.

SingularPlural
Nominativeοάδικοςοιάδικοι
Genitiveτουάδικου & αδίκου learn. τωνάδικων & αδίκων learn.
Accusativeτονάδικοτουςάδικους & αδίκους learn.
Vocative άδικε άδικοι

Synonyms - Antonyms

άδικος adj.

  1. Aδίκαιος1, ακριβοδίκαιος: άδικος νόμος
  2. Sμάταιος1, ανώφελος: άδικος κόπος

Προθήματα - Επιθήματα

α- [a] (γνωστό και ως α στερητικό)

ά- [á] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
αν- [an] και άν- [án] πριν από φωνήεν
αρ- [ar] και άρ- [ár] πριν από /ρ/
ανα- [ana] και ανά- [aná] μερικές φορές πριν από σύμφωνο
ανε- [ane] και ανέ- [ané] σπάνια
ανη- [ani] και ανή- [aní] σπάνια

Προέρχεται από το αρχαίο στερητικό πρόθημα α-.

1. Αντίθεση

Το α- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν το αντίθετο από αυτό που δηλώνει το βʹ συστατικό. Για παράδειγμα, κάτι άνοστο δεν είναι νόστιμο.

αβεβαιότητα

αβάσιμος, -η, -ο

αδιαθετώ

αδιαθεσία

αβέβαιος, -η, -ο

αδικώ

αδιαφάνεια

άγονος, -η, -ο

αδυνατώ

αδιαφορία

άγραφος, -η, -ο

αθετώ

αδικία

αδιάθετος, -η, -ο

ανησυχώ

αμάθεια

αδιάκοπος, -η, -ο

απειθώ

αναλφαβητισμός

αδιαφανής, -ής, -ές

απιστώ

ανησυχία

αδιάφορος, -η, -ο

αρρωσταίνω

ανοσία

άδικος, -η, -ο

ασεβώ

απάθεια

αδύνατος, -η, -ο

ασθενώ

απιστία

άθραυστος, -η, -ο

αστοχώ

αρρώστια

αμαθής, -ής, -ές

ατροφώ

ασέβεια

άμαχος, -η, -ο

ατυχώ

ασθένεια

αναλφάβητος, -η, -ο

αστοχία

ανάξιος, -α, -ο

ατροφία

ανεπίσημος, -η, -ο

ατυχία

ανήσυχος, -η, -ο

άνοστος, -η, -ο

απαθής, -ής, -ές

άπιστος, -η, -ο

άρρωστος, -η, -ο

ασεβής, -ής, -ές

ασθενής, -ής, -ές

άστοχος, -η, -ο

άτυχος, -η, -ο

✔ Το α- συνδυάζεται συχνά με ρηματικά επίθετα (π.χ. ψητός, βραστός, γνωστός) για να σχηματίσει το αντίθετό τους (π.χ. ά-ψητος, ά-βραστος, ά-γνωστος).

αβαθμολόγητος, -η, -ο, αβοήθητος, -η, -ο, άβραστος, -η, -ο, άγνωστος, -η, -ο, αδιαμέτρητος, -η, -ο, αδιαπαιδαγώγητος, -η, -ο, αδιευθέτητος, -η, -ο, αδικαιολόγητος, -η, -ο, ακίνητος, -η, -ο, αμετακίνητος, -η, -ο, αμέτρητος, -η, -ο, αξύριστος, -η, -ο, απλήρωτος, -η, -ο, άπλυτος, -η, -ο, άψητος, -η, -ο

✔ Επίθετα με αʹ συστατικό α- εμφανίζονται σε φράσεις με ομόρριζο ουσιαστικό οι οποίες δηλώνουν ότι αυτό που εκφράζει το ουσιαστικό δεν ισχύει στην πραγματικότητα.

βίος αβίωτος, γάμος άγαμος, δώρο άδωρο

⇨ Για λέξεις που δηλώνουν αντίθεση βλ. και ξε-*.

2. Έλλειψη, στέρηση

Ορισμένες λέξεις με το α- δηλώνουν ότι μια ιδιότητα δεν υπάρχει καθόλου ή ότι μια κατάσταση δεν ισχύει. Για παράδειγμα, κάποιος είναι ανίκανος όταν δε διαθέτει ικανότητες σε συγκεκριμένο τομέα, ενώ η αναρχία είναι η έλλειψη τάξης.

αδυναμία

αδύναμος, -η, -ο

αναβροχιά

ανάλατος, -η, -ο

ανανδρία

άνανδρος, -η, -ο

αναρχία

άναρχος, -η, -ο

ανασφάλεια

ανασφαλής, -ής, -ές

ανεντιμότητα

ανέντιμος, -η, -ο

ανεργία

άνεργος, -η, -ο

ανευθυνότητα

ανεύθυνος, -η, -ο

ανικανότητα

ανίκανος, -η, -ο

αχαριστία

άνυδρος, -η, -ο

απένταρος, -η, -ο

άπορος, -η, -ο

άτοκος, -η, -ο

αχάριστος, -η, -ο

✔ Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση ανάμεσα στο άνεργος (= αυτός που παρά τη θέλησή του δεν εργάζεται) και άεργος (= αυτός που δεν εργάζεται από επιλογή). Και τα δύο σχηματίζονται με το στερητικό α-.

▶ Σπανιότερα, το στερητικό α- απαντά και ως ανε- (π.χ. ανε-πρόκοπος) ή ανη- (π.χ. ανή-μπορος) όταν το βʹ συστατικό αρχίζει με σύμφωνο, αναλογικά προς λέξεις που αρχίζουν με /ε/ και /η/ αντίστοιχα.

Λέξεις με άλλες σημασίες

Δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση με το αʹ συστατικό ανα-* σε λέξεις όπως ανα-δρομικός, ανα-δύομαι, ανα-ζητώ.

-δικ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -δικ- αναφέρονται στη δικαιοσύνη, είτε ως αφηρημένη έννοια είτε ως θεσμό του κράτους.Το συστατικό -δικ- προέρχεται από το ουσιαστικό δίκη. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-δικώ [δikó]

Για παράδειγμα, δύο πρόσωπα αντιδικούν όταν βρίσκονται σε αντιδικία, δηλαδή σε έντονη αντιπαράθεση για κάποιο ζήτημα που τους αφορά· όταν κανείς φυγοδικεί δεν παρουσιάζεται στο δικαστήριο σκόπιμα, για να μη δικαστεί.

αδικώ, αντιδικώ, αυτοδικώ, ερημοδικώ, στρεψοδικώ, φυγοδικώ, χειροδικώ

✔ Το συστατικό -δικ- υπάρχει και σε ρήματα όπως διεκδικώ, εκδικούμαι και αντεκδικούμαι (και τα παράγωγά τους διεκδίκηση, εκδίκηση, αντεκδίκηση), που νοηματικά δε συνδέονται άμεσα με τη δικαιοσύνη.

Ουσιαστικά

-δικείο [δik̃ío]

Για παράδειγμα, στο κακουργιοδικείο γίνονται δίκες κακουργημάτων· στο ναυτοδικείο γίνονται δίκες αδικημάτων που διαπράττονται στο ναυτικό σώμα.

αεροδικείο, ειρηνοδικείο, εκλογοδικείο, κακουργιοδικείο / κακουργοδικείο, ναυτοδικείο, πλημμελειοδικείο, πρωτοδικείο, πταισματοδικείο, στρατοδικείο

-δίκης [δík̃is]

Για παράδειγμα, ο στρατοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με αδικήματα τα οποία διαπράττονται στο στρατιωτικό σώμα· ο πταισματοδίκης είναι ο δικαστής που ασχολείται με πταίσματα.

αεροδίκης, ειρηνοδίκης, εκλογοδίκης (σπάνιο), ελλανοδίκης, κακουργιοδίκης / κακουργοδίκης, ναυτοδίκης, πλημμελειοδίκης, πρωτοδίκης, πταισματοδίκης, στρατοδίκης, χασοδίκης (ειρωνικά, ο δικηγόρος που χάνει δικαστικές υποθέσεις)

-δικία [δik̃ía]

Για παράδειγμα, αυτοδικία είναι η αυθαίρετη ανταπόδοση αδικήματος (η τιμωρία κάποιου που μας αδίκησε από εμάς τους ίδιους και όχι από το νόμο), ενώ στο νομικό λεξιλόγιο κακοδικία είναι η άδικη δικαστική απόφαση.

αδικία, ανθρωποδικία, αντιδικία, αρνησιδικία, αυτοδικία, δωσιδικία, εκκρεμοδικία, ερημοδικία, ετεροδικία, ευθυδικία, θεοδικία, κακοδικία, ομοδικία, παλινδικία (σπάνιο), στρεψοδικία, τελεσιδικία, υποδικία, φυγοδικία, χειροδικία

-δικος [δikos] (αρσ. και θηλ.)

(νομ.) Για παράδειγμα, ο κατάδικος είναι αυτός που καταδικάστηκε από το δικαστήριο και βρίσκεται στη φυλακή.

διάδικος, κατάδικος, σύνδικος, φυγόδικος

Επίθετα

-δικος [δikos], -δικη, -δικο

Για παράδειγμα, μία δικαστική απόφαση είναι τελεσίδικη όταν δεν μπορεί να ανακληθεί ή να τροποποιηθεί· τα ένδικα μέσα είναι οι δυνατότητες που παρέχει στους πολίτες ο θεσμός της δικαιοσύνης.

άδικος, αντίδικος, ένδικος, εξώδικος, ομόδικος, πρωτόδικος, στρεψόδικος, τελεσίδικος, υπόδικος, φιλόδικος

5 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.