Lexiscope: Τηλεομοιοτυπία

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

Τη-λε-ο-μοι-ο-τυ-πί-α

Morphology

τηλεομοιοτυπία n. fem.

SingularPlural
Nominativeητηλεομοιοτυπίαοιτηλεομοιοτυπίες
Genitiveτηςτηλεομοιοτυπίαςτωντηλεομοιοτυπιών
Accusativeτηντηλεομοιοτυπίατιςτηλεομοιοτυπίες
Vocative τηλεομοιοτυπία τηλεομοιοτυπίες

Synonyms - Antonyms

τηλεομοιοτυπία n.

Sφαξ

Προθήματα - Επιθήματα

τηλε- [tile]

τηλέ- [tilé] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
τηλ- [til] πριν από /ε/ ή /αι/ ή /α/

Προέρχεται από το αρχαίο επίρρημα τήλε (= σε απόσταση, μακριά).

1. Μεγάλη απόσταση

Το τηλε- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν κάτι που βρίσκεται σε απόσταση ή γίνεται από μακριά. Για παράδειγμα, το τηλεσκόπιο είναι ένα όργανο με το οποίο παρατηρούμε πράγματα που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση.

τηλεβόας

τηλεκατευθυνόμενος, -η, -ο

τηλεγράφημα

τηλεπαθητικός, -ή, -ό

τηλεκοντρόλ

τηλεφωνικός, -ή, -ό

τηλεομοιοτυπία

τηλεχειριζόμενος, -η, -ο

τηλεομοιότυπο

τηλεπάθεια

τηλεπικοινωνία

τηλεσκόπιο

τηλεφακός

τηλέφωνο

τηλεχειριστήριο

✔ Κάποιες φορές το τηλε- δηλώνει επιπλέον ότι κάτι πραγματοποιείται εξ αποστάσεως με τη χρήση τεχνολογικών μέσων. Για παράδειγμα, η τηλεδιάγνωση είναι η ιατρική διάγνωση που γίνεται από απόσταση μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών.

τηλεδιάσκεψη, τηλεϊατρική, τηλεματική, τηλεργασία, τηλετράπεζα

2. Αναφορά στην τηλεόραση

Το τηλε- σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στην τηλεόραση (μεταφραστικό δάνειο από το γαλλικό télévision). Για παράδειγμα, τηλεθεατής είναι αυτός που παρακολουθεί μια τηλεοπτική εκπομπή· η τηλεταινία είναι μια ταινία γυρισμένη ειδικά για να προβληθεί στην τηλεόραση.

τηλεαγορά, τηλεδημοκρατία, τηλεθέαση, τηλεθεατής (θηλ. -τρια), τηλεκριτική, τηλεμαραθώνιος, τηλεμαχία, τηλενουβέλα, τηλεπαιχνίδι, τηλεπαράθυρο, τηλεπαρουσιαστής (θηλ. -τρια), τηλεπειρατεία, τηλεπεριοδικό, τηλεσκηνοθεσία, τηλεταινία, τηλεφημερίδα

ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΑ: Συναντούμε τις λέξεις με το τηλε- άλλοτε με ενωτικό (τηλε-παράθυρο) και άλλοτε χωρίς ενωτικό (τηλεπαράθυρο).

▶ Πιο σπάνια, το τηλε- παραπέμπει στη σημασία και στην τεχνολογία του τηλεφώνου.

τηλεβοήθεια, τηλεειδοποίηση, τηλεκάρτα, τηλεπαρέα

ομοιο- [omio]

ομοιό- [omió] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό

Προέρχεται από το επίθετο όμοιος.

1. Παρόμοιο

Το ομοιο- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι δύο ή περισσότερα πρόσωπα ή πράγματα είναι παρόμοια ως προς κάποιο χαρακτηριστικό τους. Για παράδειγμα, δύο ομοιοκατάληκτοι στίχοι έχουν παρόμοιες καταλήξεις· όταν υπάρχει ομοιοχρωμία μεταξύ δύο πραγμάτων, τότε αυτά έχουν σχεδόν το ίδιο χρώμα.

ομοιογένεια

ομοιογενής, -ής, -ές

ομοιοκαταληκτώ

ομοιοκαταληξία

ομοιοκατάληκτος, -η, -ο

ομοιομορφία

ομοιόμορφος, -η, -ο

ομοιοπαθητική (ιατρ.)

ομοιοπαθής, -ής, -ές

ομοιοχρωμία

ομοιοπαθητικός, -ή, -ό (ιατρ.)

ομοιόπτωτος, -η, -ο (γραμμ.)

ΑΝΤ Κάποιες λέξεις με ομοιο- σε αυτή τη σημασία σχηματίζουν αντίθετα με το ετερο-* (π.χ. ετερογένειαομοιογένεια).

-τυπ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -τυπ- αναφέρονται συνήθως στον τρόπο και στο υλικό με το οποίο κατασκευάζεται ή εκτυπώνεται κάτι. Σπανιότερα, αναφέρονται στον τύπο (έντυπα, εφημερίδες και περιοδικά) και στους τύπους (κανόνες).Το συστατικό -τυπ- προέρχεται από το αρχαίο ουσιαστικό τύπος (= καλούπι). Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ρήματα

-τυπώ [tipó]

Για παράδειγμα, κανείς παρατυπεί όταν παραβλέπει τους τύπους, τους κανόνες.

ζηλοτυπώ (σπάνιο), παρατυπώ, πρωτοτυπώ, στερεοτυπώ (σπάνιο), φωτοτυπώ

Ουσιαστικά

-τύπης [típis]

Για παράδειγμα, ο φωτοτύπης βγάζει φωτοτυπίες, δηλαδή βγάζει αντίγραφα ενός κειμένου με ειδική μέθοδο φωτομηχανικής εκτύπωσης.

λινοτύπης, στερεοτύπης, φωτοτύπης, χρυσοτύπης

-τυπία [tipía]

Για παράδειγμα, η χρυσοτυπία είναι η δημιουργία ενός αντίγραφου χρησιμοποιώντας χρυσό.

εθιμοτυπία, ελαιοτυπία, ελευθεροτυπία (= ελευθερία του τύπου), ζηλοτυπία, ιδιοτυπία, λινοτυπία, μεταξοτυπία, ξυλοτυπία, παρατυπία, σιδηροτυπία, τηλεομοιοτυπία, φωτοτυπία, χαλκοτυπία, χρυσοτυπία

-τυπος [tipos]

Για παράδειγμα, ο σωματότυπος είναι ένας αντιπροσωπευτικός τύπος ανθρώπινου σώματος.

γονότυπος (βιολ.), καρυότυπος (βιολ.), λογότυπος / λογότυπο, σωματότυπος, φαινότυπος (βιολ.)

Επίθετα

-τυπικός [tipikós], -τυπική, -τυπικό

Για παράδειγμα, το φωτοτυπικό μηχάνημα βγάζει φωτοτυπίες, φωτοαντίγραφα.

αρχετυπικός, εθιμοτυπικός, λινοτυπικός, στερεοτυπικός, φωτοτυπικός

-τυπος [tipos], -τυπη, -τυπο

Για παράδειγμα, ο νομότυπος είναι σύμφωνος με το τυπικό μέρος του νόμου, ενώ μια απόδειξη είναι διπλότυπη όταν αποτελείται από δύο όμοια στελέχη.

αρχέτυπος, άτυπος, διπλότυπος, έντυπος, ζηλότυπος, ιδιότυπος, κακέκτυπος, λινότυπος, νομότυπος, πανομοιότυπος, πρότυπος, πρωτότυπος, στερεότυπος, χαλκότυπος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα έχουν μετατραπεί σε ουσιαστικά (π.χ. πρότυπο, πρωτότυπο, διπλότυπο, στερεότυπο, τηλέτυπο).


3 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.