Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.
H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.
Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.
Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.
Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή , του Ορθογράφου , του Λημματοποιητή , του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.
Συλλαβισμός
εμ-βο-λι-ά-ζω
Μορφολογία
εμβολιάζω ρήμ.
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εμβολιάζω | εμβολιάζουμε & εμβολιάζομε διαλ. |
Β | εμβολιάζεις | εμβολιάζετε |
Γ | εμβολιάζει | εμβολιάζουν & εμβολιάζουνε προφ. |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εμβολίαζε | εμβολιάζετε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εμβολιάζοντας |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εμβολίασα | εμβολιάσαμε |
Β | εμβολίασες | εμβολιάσατε |
Γ | εμβολίασε | εμβολίασαν & εμβολιάσαν προφ. & εμβολιάσανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εμβολιάσω | εμβολιάσουμε & εμβολιάσομε διαλ. |
Β | εμβολιάσεις | εμβολιάσετε |
Γ | εμβολιάσει | εμβολιάσουν & εμβολιάσουνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εμβολίασε | εμβολιάσετε & εμβολιάστε |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εμβολιάσει |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εμβολίαζα | εμβολιάζαμε |
Β | εμβολίαζες | εμβολιάζατε |
Γ | εμβολίαζε | εμβολίαζαν & εμβολιάζαν προφ. & εμβολιάζανε προφ. |
|
ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ |
Ενεστώτας-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εμβολιάζομαι | εμβολιαζόμαστε |
Β | εμβολιάζεσαι | εμβολιάζεστε & εμβολιαζόσαστε προφ. |
Γ | εμβολιάζεται | εμβολιάζονται |
|
Ενεστώτας-Προστακτική |
| Πληθυντικός |
Β | εμβολιάζεστε |
|
Ενεστώτας-Μετοχή | εμβολιαζόμενος |
Αόριστος-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εμβολιάστηκα & εμβολιάσθηκα λόγ. | εμβολιαστήκαμε & εμβολιασθήκαμε λόγ. |
Β | εμβολιάστηκες & εμβολιάσθηκες λόγ. | εμβολιαστήκατε & εμβολιασθήκατε λόγ. |
Γ | εμβολιάστηκε & εμβολιάσθηκε λόγ. | εμβολιάστηκαν & εμβολιάσθηκαν λόγ. & εμβολιαστήκαν προφ. & εμβολιαστήκανε προφ. |
|
Αόριστος-Υποτακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εμβολιαστώ & εμβολιασθώ λόγ. | εμβολιαστούμε & εμβολιασθούμε λόγ. |
Β | εμβολιαστείς & εμβολιασθείς λόγ. | εμβολιαστείτε & εμβολιασθείτε λόγ. |
Γ | εμβολιαστεί & εμβολιασθεί λόγ. | εμβολιαστούν & εμβολιασθούν λόγ. & εμβολιασθούνε λόγ. & εμβολιαστούνε προφ. |
|
Αόριστος-Προστακτική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Β | εμβολιάσου | εμβολιαστείτε & εμβολιασθείτε λόγ. |
|
Αόριστος-Απαρέμφατο | εμβολιαστεί & εμβολιασθεί λόγ. |
Παρατατικός-Οριστική |
| Ενικός | Πληθυντικός |
Α | εμβολιαζόμουν & εμβολιαζόμουνα προφ. | εμβολιαζόμασταν & εμβολιαζόμαστε |
Β | εμβολιαζόσουν & εμβολιαζόσουνα προφ. | εμβολιαζόσασταν & εμβολιαζόσαστε προφ. |
Γ | εμβολιαζόταν & εμβολιαζότανε προφ. | εμβολιάζονταν & εμβολιαζόντανε προφ. & εμβολιαζόντουσαν προφ. |
|
Παρακείμενος-Μετοχή | εμβολιασμένος |
Συνώνυμα - Αντίθετα
εμβολιάζω ρήμ.
- Σ: κάνω εμβόλιο
- Σ: μπολιάζω , κεντρώνω λαϊκ.
1 Από 10
Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.
Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.