Λεξισκόπιο: μείναμε

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

μεί-να-με

Μορφολογία

μένω ρήμ. μόνο ενεργητική

ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
Ενεστώτας-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμένωμένουμε & μένομε διαλ.
Βμένειςμένετε
Γμένειμένουν & μένουνε προφ.
Ενεστώτας-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμένεμένετε
Ενεστώτας-Μετοχήμένοντας
Αόριστος-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέμειναμείναμε
Βέμεινεςμείνατε
Γέμεινεέμειναν & μείναν προφ. & μείνανε προφ.
Αόριστος-Υποτακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αμείνωμείνουμε & μείνομε διαλ.
Βμείνειςμείνετε
Γμείνειμείνουν & μείνουνε προφ.
Αόριστος-Προστακτική
ΕνικόςΠληθυντικός
Βμείνεμείνετε
Αόριστος-Απαρέμφατομείνει
Παρατατικός-Οριστική
ΕνικόςΠληθυντικός
Αέμεναμέναμε
Βέμενεςμένατε
Γέμενεέμεναν & μέναν προφ. & μένανε προφ.

Συνώνυμα - Αντίθετα

μένω ρήμ.

  1. Σδιαμένω λόγ., κατοικώ: Μένω στο κέντρο της Αθήνας.
  2. Σπαραμένω1: Θα μείνετε για φαγητό;
  3. Σβρίσκω κατάλυμα, καταλύω2 λόγ.: Ας μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο απόψε.
  4. Σξεμένω1: Μείναμε από λεφτά.
  5. Σκόβομαι, απορρίπτομαι: Έμεινε σε δύο μαθήματα. Απερνάω9

μένει

  1. Σδιαρκεί1, κρατάει2: Τα γραπτά μένουν. Αχάνεται3, εξαφανίζεται
  2. Σαπομένει: Έμεινε μόνο η ελπίδα.
  3. Συπολείπεται λόγ.: Μένουν δύο λεπτά αγώνα.

ΕΚΦ: μένω με ανοιχτό το στόμα, μένω με σταυρωμένα χέρια, μένω πίσω


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.