Lexiscope: δημοφιλές

Learn about the orthography, morphology, syllabification and synonyms/antonyms of a Modern Greek word. The finest words in the world are only vain sounds, if we cannot comprehend them.

Modern Greek is a great deluge of words deriving from Ancient Greek. Through the ages some of the words started to overlap others in meaning. In addition, many of them have multiple meanings and many can be used as various parts of speech.

Lexiscope aims to clear up such issues by presenting information that clarifies the uses of any Modern Greek word or phrase. Information includes syllabification, morphology, synonyms, antonyms and any known expressions that the word may feature in.

Insert any Greek word below, and press Search.


Lexiscope is a compound language tool that provides information about a Modern Greek word or phrase, combining the functionality of Neurolingo's Hyphenator, Speller, Lemmatizer, Morphological Lexicon and Thesaurus.

Syllabification

δη-μο-φι-λές

Morphology

δημοφιλής adj.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδημοφιλήςοιδημοφιλείς
Genitiveτουδημοφιλούςτωνδημοφιλών
Accusativeτοδημοφιλήτουςδημοφιλείς
Vocative δημοφιλή & δημοφιλής δημοφιλείς
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδημοφιλήςοιδημοφιλείς
Genitiveτηςδημοφιλούςτωνδημοφιλών
Accusativeτηδημοφιλήτιςδημοφιλείς
Vocative δημοφιλή & δημοφιλής δημοφιλείς
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδημοφιλέςταδημοφιλή
Genitiveτουδημοφιλούςτωνδημοφιλών
Accusativeτοδημοφιλέςταδημοφιλή
Vocative δημοφιλές δημοφιλή

δημοφιλέστερος adj. comp.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδημοφιλέστεροςοιδημοφιλέστεροι
Genitiveτουδημοφιλέστερουτωνδημοφιλέστερων
Accusativeτοδημοφιλέστεροτουςδημοφιλέστερους
Vocative δημοφιλέστερε δημοφιλέστεροι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδημοφιλέστερηοιδημοφιλέστερες
Genitiveτηςδημοφιλέστερηςτωνδημοφιλέστερων
Accusativeτηδημοφιλέστερητιςδημοφιλέστερες
Vocative δημοφιλέστερη δημοφιλέστερες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδημοφιλέστεροταδημοφιλέστερα
Genitiveτουδημοφιλέστερουτωνδημοφιλέστερων
Accusativeτοδημοφιλέστεροταδημοφιλέστερα
Vocative δημοφιλέστερο δημοφιλέστερα

δημοφιλέστατος adj. sup.

Masculine
SingularPlural
Nominativeοδημοφιλέστατοςοιδημοφιλέστατοι
Genitiveτουδημοφιλέστατουτωνδημοφιλέστατων
Accusativeτοδημοφιλέστατοτουςδημοφιλέστατους
Vocative δημοφιλέστατε δημοφιλέστατοι
Feminine
SingularPlural
Nominativeηδημοφιλέστατηοιδημοφιλέστατες
Genitiveτηςδημοφιλέστατηςτωνδημοφιλέστατων
Accusativeτηδημοφιλέστατητιςδημοφιλέστατες
Vocative δημοφιλέστατη δημοφιλέστατες
Neuter
SingularPlural
Nominativeτοδημοφιλέστατοταδημοφιλέστατα
Genitiveτουδημοφιλέστατουτωνδημοφιλέστατων
Accusativeτοδημοφιλέστατοταδημοφιλέστατα
Vocative δημοφιλέστατο δημοφιλέστατα

Synonyms - Antonyms

δημοφιλής adj.

Sλαοφιλής, κοσμαγάπητος

Προθήματα - Επιθήματα

-φιλ-

Οι λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φιλ- αναφέρονται στην αγάπη, στην προτίμηση ή στην εύνοια προς κάτι.Το συστατικό -φιλ- προέρχεται από το ουσιαστικό φίλος. Το συστατικό αυτό εμφανίζεται σε:

Ουσιαστικά

-φιλία [filía]

Για παράδειγμα, η βιβλιοφιλία είναι η αγάπη για τα βιβλία και για το διάβασμα· η υδροφιλία είναι η ιδιότητα ενός υλικού να συγκρατεί το νερό.

αρχαιοφιλία, βιβλιοφιλία, γαλλοφιλία, γερμανοφιλία, ειρηνοφιλία, ζωοφιλία, θεατροφιλία, κινηματογραφοφιλία, ξενοφιλία, τουρκοφιλία, υδροφιλία

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΕΣ ΣΗΜΑΣΙΕΣ

Η λέξη αστυφιλία έχει ειδική σημασία: δηλώνει τη συστηματική μετακίνηση πληθυσμών από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα.

Το -φιλία σχηματίζει λέξεις που αναφέρονται στη σεξουαλική έλξη. Για παράδειγμα, η ομοφυλοφιλία είναι η σεξουαλική έλξη προς άτομα του ίδιου φύλου.

αμφιφυλοφιλία, γεροντοφιλία, ετεροφυλοφιλία, νεκροφιλία, ομοφυλοφιλία, παιδοφιλία

(ιατρ.) Στο ιατρικό λεξιλόγιο, λέξεις που περιέχουν το συστατικό -φιλία δηλώνουν παθήσεις.

αιμοφιλία / αιμορροφιλία, ουδετεροφιλία, σπασμοφιλία

✔ Άλλες λέξεις περιέχουν τη λέξη φιλία και αναφέρονται στους δεσμούς φιλίας και αγάπης μεταξύ προσώπων (π.χ. λυκοφιλία, ψευδοφιλία, ψευτοφιλία).

Επίθετα

-φιλής [filís], -φιλής, -φιλές

Για παράδειγμα, μια δημοφιλής τραγουδίστρια είναι πολύ γνωστή και αγαπητή στο κοινό.

δημοφιλής, θεοφιλής, λαοφιλής, προσφιλής

-φιλικός [filikós], -φιλική, -φιλικό

Για παράδειγμα, ένας ζωοφιλικός σύλλογος ασχολείται με την περίθαλψη και την προστασία ζώων.

βιβλιοφιλικός, ζωοφιλικός, υδροφιλικός

-φιλος [filos], -φιλη, -φιλο

Για παράδειγμα, ο μουσικόφιλος αγαπάει τη μουσική· ο γερμανόφιλος δείχνει εύνοια και υποστήριξη προς τους Γερμανούς και την πολιτική τους· το υδρόφιλο βαμβάκι έχει την ιδιότητα να απορροφάει το νερό.

αμερικανόφιλος, αμφιφυλόφιλος, αρχαιόφιλος, γερμανόφιλος, ειρηνόφιλος, ετεροφυλόφιλος, ζωόφιλος, θεατρόφιλος, κινηματογραφόφιλος, μουσικόφιλος, μουσόφιλος, ξενόφιλος, ομοφυλόφιλος, ποδοσφαιρόφιλος, υδρόφιλος

✔ Πολλά από αυτά τα επίθετα απαντούν ως ουσιαστικά (π.χ. ζωόφιλος, θεατρόφιλος).


1 of 10



For our guests, Lexiscope has a daily usage limit of 10 words. Sign up for free to take advantage of 30 words per day.

Alternately, you can purchase our mobile version Lexiscope Mobile App for unlimited usage.