Λεξισκόπιο: παγκόσμιος

Μάθετε για την ορθογραφία, τη μορφολογία, τον συλλαβισμό και τα συνώνυμα/αντίθετα οποιασδήποτε νεοελληνικής λέξης. Οι λέξεις παραμένουν μάταιοι ήχοι αν δεν μπορούμε να τις κατανοήσουμε.

H νέα ελληνική γλώσσα αποτελείται από ένα υπέροχο κατακλυσμό λέξεων, οι οποίες πηγάζουν στην πλειοψηφία τους από την αρχαία ελληνική. Διαμέσου των αιώνων κάποιες από τις λέξεις άρχισαν να επικαλύπτονται στο νόημα από άλλες και πολλές απέκτησαν πολλαπλές σημασίες.

Το Λεξισκόπιο παρουσιάζει πληροφορίες σχετικά με τον συλλαβισμό, τη μορφολογία (κλίση) και τα συνώνυμα και αντίθετα των λέξεων, αλλά και των πιο γνωστών φράσεων και εκφράσεων στις οποίες μια ελληνική λέξη μπορεί να μετέχει.

Εισαγάγετε τη λέξη που σας ενδιαφέρει κατωτέρω και πατήστε Αναζήτηση.


Το Λεξισκόπιο είναι ένα σύνθετο γλωσσικό εργαλείο, το οποίο παρέχει πληροφορίες για μια νεοελληνική λέξη ή φράση, συνδυάζοντας τη λειτουργικότητα του Συλλαβιστή, του Ορθογράφου, του Λημματοποιητή, του Μορφολογικού Λεξικού και του Θησαυρού Συνωνύμων-Αντιθέτων της Neurolingo.

Συλλαβισμός

πα-γκό-σμι-ος

Μορφολογία

παγκόσμιος επίθ.

Αρσενικό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήοπαγκόσμιοςοιπαγκόσμιοι
Γενικήτουπαγκόσμιου & παγκοσμίου λόγ. τωνπαγκόσμιων & παγκοσμίων λόγ.
Αιτιατικήτονπαγκόσμιοτουςπαγκόσμιους & παγκοσμίους λόγ.
Κλητική παγκόσμιε παγκόσμιοι
Θηλυκό
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήηπαγκόσμια & παγκόσμιος λόγ. οιπαγκόσμιες & παγκόσμιοι λόγ.
Γενικήτηςπαγκόσμιας & παγκοσμίου λόγ. τωνπαγκόσμιων & παγκοσμίων λόγ.
Αιτιατικήτηνπαγκόσμια & παγκόσμιο λόγ. τιςπαγκόσμιες & παγκοσμίους λόγ.
Κλητική παγκόσμια & παγκόσμιε λόγ.  παγκόσμιες & παγκόσμιοι λόγ.
Ουδέτερο
ΕνικόςΠληθυντικός
Ονομαστικήτοπαγκόσμιοταπαγκόσμια
Γενικήτουπαγκόσμιου & παγκοσμίου λόγ. τωνπαγκόσμιων & παγκοσμίων λόγ.
Αιτιατικήτοπαγκόσμιοταπαγκόσμια
Κλητική παγκόσμιο παγκόσμια

Συνώνυμα - Αντίθετα

παγκόσμιος επίθ.

Σδιεθνής, πανανθρώπινος, οικουμενικός

Προθήματα - Επιθήματα

παν- [pan]

πάν- [pán] όταν ο τόνος ανεβαίνει στο αʹ συστατικό
παμ- [pam] και παμ- [pám] πριν από /β/, /μ/, /π/, /ψ/ ή /φ/
παγ- [paŋ] και πάγ- [páŋ] πριν από /γ/, /κ/, /χ/ ή /ξ/
παλ- [pal] και παλ- [pál] πριν από /λ/

Προέρχεται από το αρχαίο παν, ουδέτερο γένος του επιθέτου πας (= όλος).

1. Αναφορά στο σύνολο

Το παν- σχηματίζει λέξεις που δηλώνουν ότι κάτι είναι ολόκληρο (π.χ. πανσέληνος) ή αναφέρονται σε ένα ολόκληρο σύνολο (π.χ. πάνθεο). Για παράδειγμα, σε μια πανεργατική απεργία συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι.

παμφαγία

πάγκοινος, -η, -ο

παμψηφεί

παμψυχισμός

παγκόσμιος, -α, -ο

πανδημία

παλλαϊκός, -ή, -ό

πανδοχείο

παμβαλκανικός, -ή, -ό

πανεπιστήμιο

παμφάγος, -α, -ο

πάνθεο

παναγροτικός, -ή, -ό

παννυχίδα

παναθηναϊκός, -ή, -ό

πανοπλία

πανανθρώπινος, -η, -ο

πανόραμα

πάνδημος, -η, -ο

πανσέληνος

πανελλαδικός, -ή, -ό

πανσπερμία

πανεργατικός, -ή, -ό

πανευρωπαϊκός, -ή, -ό

ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΗ ΣΗΜΑΣΙΑ

Η έκφραση πανδαμάτωρ χρόνος χρησιμοποιείται για το χρόνο που γιατρεύει και καταπραΰνει όλες τις πληγές και τις στενοχώριες.

2. Σε έντονο βαθμό (επιτατικό)

Το παν- σχηματίζει λέξεις (κυρίως επίθετα) που δηλώνουν ότι μια κατάσταση ή μια ιδιότητα υπάρχει σε έντονο βαθμό. Για παράδειγμα, μια πανεύκολη άσκηση είναι εξαιρετικά εύκολη· ο πάμπλουτος είναι πάρα πολύ πλούσιος.

πάγκακος, -η, -ο, πάγκαλος, -η, -ο, παμπάλαιος, -η, -ο, πάμπολλοι, -ες, -α, παμπόνηρος, -η, -ο, πάμφτωχος, -η, -ο, πανάθλιος, -α, -ο, πανάκριβος, -η, -ο, πανάξιος, -α, -ο, πανάρχαιος, -α/-η, -ο, πανάσχημος, -η, -ο, πανέξυπνος, -η, -ο, πανέτοιμος, -η, -ο, πανεύκολος, -η, -ο, πανευτυχής, -ής, -ές, πανόμοιος, -α, -ο, πάνσοφος, -η, -ο, πανύψηλος, -η, -ο, πανώριος, -α, -ο

✔ Λιγότερα είναι τα ουσιαστικά που σχηματίζονται με το παν- σε αυτή τη σημασία.

πανδαιμόνιο, πάνδεινα, πανζουρλισμός

⇨ Για άλλα αʹ συστατικά που δηλώνουν επίταση βλ. γαϊδουρο-*, θεο-*, καρα-*, κατα-*, ολο-*, παρα-*, πεντα-*, περι-*, σκυλο-*, τετρα-*, τρι-*, χιλιο-*.


1 Από 10



Για τους επισκέπτες του site μας, το Λεξισκόπιο έχει περιορισμό χρήσης τις 10 λέξεις ανά ημέρα. Εγγραφείτε δωρεάν στο site μας για να αποκτήσετε όριο 30 λέξεων ανά ημέρα.

Εναλλακτικά, μπορείτε να προμηθευτείτε την εφαρμογή του Λεξισκόπιου για Κινητά Λεξισκόπιο Mobile App όπου η χρήση λέξεων είναι απεριόριστη.